Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

ΕΒΥΘΟΣ Ή ΤΟΥ ΠΑΠΑ Τ' ΑΛΩΝΙΑ

«Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου εν Βλαχέρναις» γράφουν σήμερα τα ορθόδοξα ημερολόγια. Η Παναγία της Βλαχερνών, περίλαμπρο προσκύνημα της Βασιλεύουσας άλλοτε, στο οποίο κατέφυγαν Αυτοκράτορες, Πατριάρχες και ο πιστός λαός επικαλούμενοι τη βοήθεια της Θεοτόκου και αποδίδοντας ευχαριστήριους ύμνους, τιμάται στην Πελοπόννησο ως Παναγία Καψοδεματούσα, επειδή υποτίθεται ότι η Παναγία τιμώρησε όσους δεν σεβάστηκαν την αργία της, καίγοντας τα χερόβολα των σταχυών που σκόπευαν να αλωνίσουν στις 2 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής της.
Τη λαϊκή παράδοση της τιμωρίας ενός παπά διέσωσε ο μεγάλος Ηλείος λογοτέχνης Ανδρέας Καρκαβίτσας το 1884, υπό τον τύπο αφηγήματος με λογοτεχνική μορφή. Η ιστορία διαδραματίζεται κοντά στα Λεχαινά, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, στον τόπο που απέκτησε δημοσιότητα τον τελευταίο μήνα, καθώς εκεί εντοπίσθηκε το επίκεντρο του μεγάλου σεισμού της 8ης Ιουνίου.

«Εβυθός ή του παπά τ’ αλώνια»
Ήτανε της Παναγιάς της Καψοδεματούσας του Αλωνάρη (2 Ιουλίου) και ο παπα-Βασίλης, που ήταν διορισμένος εφημέριος στα τέσσερα χωριά, Ζόγκα, Ζουλάτικα, Μάζι, Ρετούνη, αντί να πάει στη λειτουργιά του, ήθελε να πιάσει δουλειά και πήγε στ’ αλώνι ν’ αλωνίσει. Σαν ελαιμάριασε τα έξι άλογά του και τα ‘δεσε στο στυγερό, άρχισε να αλωνίζει και από πίσω από τα άλογα, βαστώντας τα γκέμια και χτυπώντας το καμουτσίκι, του εφώναζε: «Άπλα, άπλα, άπλα!» Ήρθε μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε και ο παπάς δεν έπαυε το αλώνισμα, μόν’ ‘ετρεχε πίσω από τ’ άλογα σαν δαιμονισμένος φωνάζοντας πάντα «άπλα!»
Από την κάψα και την πολλή κούραση έσκασαν σε λίγο τα δυο του άλογα. Εκείνος από το θυμό του εβλαστήμησε την Παναγία, εφασκέλωσε τον ουρανό και αφού έσπρωξε έξω από τ’ αλώνι τα σκασμένα άλογα, έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και χτυπώντας τ’ άλογα άρχισε να γυρίζει μαζί στο στυγερό. Μα δεν εγύρισε πολύ. Άξαφνα, ακούει μια βουή τρομαχτική, γυρίζει και βλέπει μακρυά, γύρω στ’ αλώνι του κάτι σαν κοπάδια κάτασπρα.
Σαν κοίταξε πάλι είδε πως δεν ήταν πρόβατα παρά νερό που ερχότανε, αφρισμένο απάνω του και του έζωνε τ’ αλώνια. Πέρα εφαίνονταν οι κάμποι πρασινισμένοι, ο ουρανός ξάστερος. Ο παπάς δεν εδείλιασε αμέσως. Μα σαν είδε πως το νερό ετράβαε μπρος και τον έζωνε ολούθε, τα χρειάστηκε και έπεσε στα γόνατα και είπε: «Ήμαρτον, Θεέ μου». Ο Θεός όμως δεν τον άκουγε τώρα, δεν ήταν καιρός. Το νερό επλάκωσε τ΄ αλώνι και ο παπάς για να γλυτώσει ανέβηκε πάνω στο στυγερό. Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε και σε λίγο εσκέπασε και το στυγερό κι ένα κύμα ήρθε και τον έριξε κάτου κι επνίγηκε.
Εκεί που πνίγηκε ο παπάς κάθε χρόνο της Παναγιάς, μές στο μεσημέρι, ακούγονται χλιμιντρίσματα αλόγων και οι φωνές του παπά «Άπλα, άπλα». Το μέρος που επνίγηκε λέγεται «Εβυθός» ή «Του παπά τ’ αλώνια», είναι μια λίμνη μια ώρα μακρυά από τα Λεχαινά, ανατολικά και στη μέση είναι άπατη. Όταν φυσάει βοριάς το νερό της αλμυρίζει, γιατί έχει συγκοινωνία υπογείως με τη θάλασσα.

3 σχόλια:

Λυδήριος είπε...

Poli wraio ar8ro. Pragmati den einai kako na 8imomaste kapoy kapoy kai kapoion "Megalo".

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Πολύ ενδιαφέρον!!!!
Τόσα χρόνια δεν το είχα ακούσει από κανένα παλαιότερο,ίσως ούτε εκείνοι το γνωρίζουν.
Καλή σου μέρα!

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

P. Kapodistrias είπε...

Μαθαίνω διαρκώς! Μορφώνομαι! Είναι καλό ορισμένων Ιστολογίων, σαν το δικό σου!

Να είσαι καλά, να δημιουργείς!
Καλημέρα!