.
Μάιος 1975, μεσημέρι μιας ηλιόλουστης μέρας: ο Λάμπρος Δρυμώνας επιστρέφει με το Μπίσμαρκ του στο σπίτι και ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος κατηφορίζει με τον αραμπά του προς τον κάμπο. Σημείο φωτογράφησης το Μάρμαρο, λίγο πριν τη Βρύση του Αλή Ζορμπά.
Το Μάρμαρο καμμιά σχέση δεν έχει με αυτό που φαντάζεται κανείς. Μάρμαρο λέγεται το μαλακό, εύθρυπτο πέτρωμα, ο αδιαμόρφωτος ψαμμίτης που αφθονεί στα μέρη μας και που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως ευτελές οικοδομικό υλικό, όταν η μεταφορά πέτρας από τα λατομεία του Λεβεντοχωριού και της Σκαφιδιάς ήταν ασύμφορη. Για άγνωστο λόγο, ο σχηματισμός που οι χωριανοί ονόμαζαν Μάρμαρο, ύψους λίγων μέτρων, ισοπεδώθηκε πριν πολλά χρόνια χωρίς κανένα λόγο.
Ο Αλή Ζορμπάς είναι μια φυσιογνωμία της εποχής της Τουρκοκρατίας που δε μας άφησε τίποτε άλλο εκτός από την ομώνυμη βρύση στην είσοδο του χωριού από τον κάμπο. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν μεγαλοκτηματίας της περιοχής, μια και η ευρύτερη περιοχή του χωριού μας έφερε άλλοτε το όνομά του.
Η πέτρινη θολωτή Βρύση του Αλή Ζορμπά με το λιγοστό νερό σωζόταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Το νερό της δεν πινόταν, καθώς και οι χωριανοί πίστευαν ότι έρχεται από το νεκροταφείο. Υπερβολές, καθ’ ότι το νεκροταφείο βρίσκεται στην κορυφή σχεδόν του λόφου, ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας, όπως φαίνεται από τα πηγάδια, βρίσκεται πολύ χαμηλότερα. Πηγάδια με πόσιμο νερό βρίσκονται ακόμη και σήμερα πολύ κοντύτερα στο νεκροταφείο, χωρίς κανένα πρόβλημα. Παραμελημένη από χρόνια, δυστυχώς καταστράφηκε βλακωδώς και επιχωματώθηκε κατά τις εργασίες διαμορφώσεως της πλατείας. Έτσι το χωριό μας έχασε το μοναδικό μνημείο στην περιοχή που προϋπήρχε του ερχομού των Βυτιναίων και η τοποθεσία έχασε για πάντα την ειδυλλιακή της όψη.
Ο χώρος γύρω από τη Βρύση, όπως φαίνεται στο βάθος της φωτογραφίας, αποτελείται από πυκνή συστάδα δένδρων, με κυρίαρχα τα βίδια, τα πλατάνια, τις λεύκες και τις ιτιές. Το έδαφος ήταν καλυμμένο από ένα στρώμα κυκλάμινα και στα κλαδιά των δένδρων φώλιαζαν αμέτρητα αηδόνια. Κανένα άλλο σημείο του χωριού μας δεν είναι πιο πράσινο και δροσερό. Κανένα το βράδυ δεν ήταν πιο σκοτεινό, για αυτό και οι χωριανοί έλεγαν ότι «κρατάει» και ότι εκεί εμφανίζεται το «Βοϊδοκέφαλο», τέρας του οποίου η μορφή ποίκιλλε από περιγραφή σε περιγραφή, ανάλογα με τη φαντασία του «μάρτυρα» αφηγητή. Πιθανότερο είναι ότι το μόνο που εμφανιζόταν τα βράδυα ήταν παράνομα ζευγαράκια, όπως και χιλιάδες πυγολαμπίδες που έκαναν το έδαφος να μοιάζει με έναστρο ουρανό.
Όλα αυτά δυστυχώς αποτελούν παρελθόν. Το δροσερό χώμα με τα κυκλάμινα έχει καλυφθεί από τόνους μπετόν και πλακών Καρύστου, το πρώτο και πιο λανθασμένο έργο του Φιλοπροόδου Συλλόγου. Τη Βρύση του Αλή Ζορμπά έχει αντικαταστήσει μία γιαλαντζί βρύση, με ψύκτη από πίσω. Επάνω στην πλατεία η Μητρόπολη Ηλείας έστησε μία προκατασκευασμένη εκκλησία, εις εκπλήρωσιν κάποιου τάματος, που προοριζόταν για αλλού, αλλά εδώ βρήκε έτοιμο χώρο. Τα αηδόνια και οι πυγολαμπίδες έφυγαν πανικόβλητα από τους προβολείς που έκαναν τη νύχτα μέρα. Ο αιωνόβιος πλάτανος που έγλειφε το νεράκι της πηγής ξεράθηκε, μάλλον από ανθρώπινο χέρι που ήθελε να εκδικηθεί το Σύλλογο.
Όσο για τους ανθρώπους της φωτογραφίας και τα μεταφορικά τους μέσα, μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια τίποτε δεν είναι το ίδιο.
Το Μάρμαρο καμμιά σχέση δεν έχει με αυτό που φαντάζεται κανείς. Μάρμαρο λέγεται το μαλακό, εύθρυπτο πέτρωμα, ο αδιαμόρφωτος ψαμμίτης που αφθονεί στα μέρη μας και που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως ευτελές οικοδομικό υλικό, όταν η μεταφορά πέτρας από τα λατομεία του Λεβεντοχωριού και της Σκαφιδιάς ήταν ασύμφορη. Για άγνωστο λόγο, ο σχηματισμός που οι χωριανοί ονόμαζαν Μάρμαρο, ύψους λίγων μέτρων, ισοπεδώθηκε πριν πολλά χρόνια χωρίς κανένα λόγο.
Ο Αλή Ζορμπάς είναι μια φυσιογνωμία της εποχής της Τουρκοκρατίας που δε μας άφησε τίποτε άλλο εκτός από την ομώνυμη βρύση στην είσοδο του χωριού από τον κάμπο. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν μεγαλοκτηματίας της περιοχής, μια και η ευρύτερη περιοχή του χωριού μας έφερε άλλοτε το όνομά του.
Η πέτρινη θολωτή Βρύση του Αλή Ζορμπά με το λιγοστό νερό σωζόταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Το νερό της δεν πινόταν, καθώς και οι χωριανοί πίστευαν ότι έρχεται από το νεκροταφείο. Υπερβολές, καθ’ ότι το νεκροταφείο βρίσκεται στην κορυφή σχεδόν του λόφου, ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας, όπως φαίνεται από τα πηγάδια, βρίσκεται πολύ χαμηλότερα. Πηγάδια με πόσιμο νερό βρίσκονται ακόμη και σήμερα πολύ κοντύτερα στο νεκροταφείο, χωρίς κανένα πρόβλημα. Παραμελημένη από χρόνια, δυστυχώς καταστράφηκε βλακωδώς και επιχωματώθηκε κατά τις εργασίες διαμορφώσεως της πλατείας. Έτσι το χωριό μας έχασε το μοναδικό μνημείο στην περιοχή που προϋπήρχε του ερχομού των Βυτιναίων και η τοποθεσία έχασε για πάντα την ειδυλλιακή της όψη.
Ο χώρος γύρω από τη Βρύση, όπως φαίνεται στο βάθος της φωτογραφίας, αποτελείται από πυκνή συστάδα δένδρων, με κυρίαρχα τα βίδια, τα πλατάνια, τις λεύκες και τις ιτιές. Το έδαφος ήταν καλυμμένο από ένα στρώμα κυκλάμινα και στα κλαδιά των δένδρων φώλιαζαν αμέτρητα αηδόνια. Κανένα άλλο σημείο του χωριού μας δεν είναι πιο πράσινο και δροσερό. Κανένα το βράδυ δεν ήταν πιο σκοτεινό, για αυτό και οι χωριανοί έλεγαν ότι «κρατάει» και ότι εκεί εμφανίζεται το «Βοϊδοκέφαλο», τέρας του οποίου η μορφή ποίκιλλε από περιγραφή σε περιγραφή, ανάλογα με τη φαντασία του «μάρτυρα» αφηγητή. Πιθανότερο είναι ότι το μόνο που εμφανιζόταν τα βράδυα ήταν παράνομα ζευγαράκια, όπως και χιλιάδες πυγολαμπίδες που έκαναν το έδαφος να μοιάζει με έναστρο ουρανό.
Όλα αυτά δυστυχώς αποτελούν παρελθόν. Το δροσερό χώμα με τα κυκλάμινα έχει καλυφθεί από τόνους μπετόν και πλακών Καρύστου, το πρώτο και πιο λανθασμένο έργο του Φιλοπροόδου Συλλόγου. Τη Βρύση του Αλή Ζορμπά έχει αντικαταστήσει μία γιαλαντζί βρύση, με ψύκτη από πίσω. Επάνω στην πλατεία η Μητρόπολη Ηλείας έστησε μία προκατασκευασμένη εκκλησία, εις εκπλήρωσιν κάποιου τάματος, που προοριζόταν για αλλού, αλλά εδώ βρήκε έτοιμο χώρο. Τα αηδόνια και οι πυγολαμπίδες έφυγαν πανικόβλητα από τους προβολείς που έκαναν τη νύχτα μέρα. Ο αιωνόβιος πλάτανος που έγλειφε το νεράκι της πηγής ξεράθηκε, μάλλον από ανθρώπινο χέρι που ήθελε να εκδικηθεί το Σύλλογο.
Όσο για τους ανθρώπους της φωτογραφίας και τα μεταφορικά τους μέσα, μετά από τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια τίποτε δεν είναι το ίδιο.
.
2 σχόλια:
τώρα για τα χωριά μένει μόνο η νοσταλγία στους παλαιότερους. εγακαταλελλειμένα πια. καλό το άρθρο σας, συγκινητικό.
Δε θα έλεγα τα Βυτιναίικα ακριβώς εγκαταλελειμμένο χωριό, αν και τα περισσότερα σπίτια τους δεν κατοικούνται πλέον μονίμως.
Αυτό που τα έχει εγκαταλείψει προ πολλού είναι η δημιουργία, η πρόοδος, η φαντασία.
"Δειλά, μοιραία και άβουλα αντάμα", δυστυχώς δεν προσμένουν ούτε καν κάποιο θάμα. Απλώς πορεύονται στο χωροχρόνο, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει.
Αυτή η κατάσταση αφασίας και η απόρριψη κάθε θετικής πρωτοβουλίας είναι για το χωριό, για το κάθε χωριό αυτού του τόπου, χειρότερη από το θάνατο.
Τούτα σκεπτόμενος, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να κατοικήσω μονίμως, παρά την έντονη επιθυμία που είχα όλα τα χρόνια.
Δημοσίευση σχολίου