Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΒΥΤΙΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

«Η Εκκλησία πρωτοστατεί στη διάσωση των ελληνικών γραμμάτων με το λεγόμενο κρυφό σχολειό. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως υπήρχε μια μορφή πρωτοβάθμιας παιδείας, που γινόταν με καθαρώς εκκλησιαστική πρωτοβουλία. Σίγουρα η όλη παιδεία επί Τουρκοκρατίας δεν ήταν αποκλειστικά της Εκκλησίας. Ωστόσο η πρωτοβάθμια, τα πρώτα γράμματα, πολύ συχνά ήταν μια διδασκαλία από ιερείς με βάση το Οκτωήχι και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία». (Γεώργιος Μπαμπινιώτης)


«Το κρυπτόν σχολείον», Νικόλαος Γύζης. Κρυφό ή φανερό, αυτή την εικόνα παρουσίαζε το σχολείο στην Τουρκοκρατία

Τα τελευταία χρόνια με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού που τελικά αποσύρθηκε, έχει ξεσπάσει στα ΜΜΕ και το Διαδίκτυο ένας έντονος διάλογος γύρω από διάφορα ιστορικά θέματα, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη ή μη του «κρυφού σχολειού». Από τις δύο αντίθετες απόψεις, ότι δηλαδή υπήρχε μόνο όπως περιγράφεται στον ομώνυμο πίνακα του Νικολάου Γύζη και στο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, ή ότι είναι μύθος και ιδεολογικό κατασκεύασμα, φαίνεται ότι ορθότερη είναι η άποψη που είχε εκφράσει σε ανύποπτο χρόνο ο τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ότι δηλαδή το σχολείο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν «φανερό» ή «κρυφό» ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες που επικρατούσαν κάθε περίοδο και με τις ορέξεις του τοπικού αξιωματούχου. Σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί και η περίπτωση της παλιάς πατρίδας μας Βυτίνας.
Κατ’ αρχάς πρέπει να διασαφηνισθεί ο ρόλος της εκπαιδεύσεως εκείνα τα χρόνια. Κύριος σκοπός του σχολείου ήταν η πρόσληψη από τα παιδιά των στοιχειωδών γνώσεων γλώσσας και ιστορίας. Όπου απαγορεύτηκε το σχολείο, όπως π.χ. στην Καππαδοκία, η ελληνική γλώσσα εξέλιπε. Ακόμη και το 1923 πολλοί πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από τα βάθη της Μικράς Ασίας ήταν τουρκόφωνοι. Η διδασκαλία της ιστορίας γινόταν με εντελώς εμπειρικό τρόπο, όπου οι πρόγονοι παρουσιάζονταν εξιδανικευμένοι και τέλειοι, δίκαιοι, γενναίοι και αλάνθαστοι. Οι ιστορικές γνώσεις που παρείχε η τότε εκπαίδευση, όπως τις διασώζει η λαϊκή μας παράδοση, κινούνται περισσότερο στο χώρο του μύθου και του υπερφυσικού.
Απαραίτητη ήταν επίσης και η θρησκευτική κατάρτιση. Το βάρος που δινόταν σε αυτήν ήταν μεγάλο, αφ’ ενός γιατί ο κίνδυνος εξισλαμισμού, με τη συνακόλουθη απώλεια της ελληνικής συνειδήσεως ήταν μεγάλος, αφ’ ετέρου γιατί τις περισσότερες φορές ο δάσκαλος ήταν κληρικός ή μοναχός και η ανάγνωση γινόταν από εκκλησιαστικά βιβλία, αφού αυτά ήταν τα πλέον προσιτά, συνήθως δε και τα μόνα διαθέσιμα. Η αξία της θρησκευτικής παιδείας φαίνεται από τα εξής περιστατικά: ο εθνομάρτυρας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προσπάθησε να επαναφέρει στην ελληνοφωνία τους βλαχόφωνους και αρβανιτόφωνους Έλληνες από όπου πέρασε, θεωρώντας τη γλώσσα σημαντικό στοιχείο εθνικής συνειδήσεως. Από την άλλη οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας θεωρούσαν εαυτούς Έλληνες, ενώ οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι του Μωριά, της Κρήτης, της Κύπρου, απόγονοι εξισλαμισθέντων Ελλήνων, αυτοπροσδιορίζονταν ως Τούρκοι, έχοντας μια ασαφή τις περισσότερες φορές εικόνα της συνειδήσεως των προγόνων τους πριν ασπαστούν τη θρησκεία του Προφήτη. Επομένως η θρησκεία ήταν ακόμη σημαντικότερη και από τη γλώσσα για τη διατήρηση της εθνικής συνειδήσεως. Και για να γίνονται κατανοητά τα εκκλησιαστικά κείμενα, η Εκκλησία είχε κάθε λόγο και συμφέρον να στηρίξει τη γλωσσική και θρησκευτική εκπαίδευση. Κατά συνέπεια στις βλαχόφωνες και αρβανιτόφωνες κοινότητες που είχαν ελληνική συνείδηση, η λατρεία γινόταν στην ελληνική. Παρά δε τη γενικευμένη αμάθεια, η Εκκλησία διατήρησε με ευλάβεια τα λειτουργικά κείμενα στο πρωτότυπο, έστω και αν δεν γίνονταν αντιληπτά.


25 Μαρτίου 1987. Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου του χωριού μας τιμούν τους αγωνιστές της Επαναστάσεως. Οι πρόγονοί τους ήταν από τους τυχερούς στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας και η Σχολή Βυτίνης ήταν ένας φάρος της ελληνικής παιδείας

Οι ιστορικοί της Βυτίνας παρουσιάζουν με λεπτομέρειες την κατάσταση της παιδείας κατά τα τέλη του 18ου αιώνα. Για την προηγηθείσα περίοδο αναφέρουν εν περιλήψει ότι με πρωτοβουλία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που ήταν ο πολιτικός εκφραστής των Ελλήνων και με χρήματα των ξενιτεμένων πλουσίων, άρχισαν να ιδρύονται τα λεγόμενα «κοινά» και «στοιχειώδη διδακτήρια» κατώτερης παιδείας, ένα είδος δημοτικών θα λέγαμε, σε πολλά μέρη, σε μερικά δε και της μέσης και ανώτερης παιδείας, όπως στην Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, τη Σμύρνη, τη Δημητσάνα, τη Στεμνίτσα, αλλά και στη Βυτίνα. Λιγοστά αρχικά και άσημα, εξελίχθηκαν ταχύτατα σε φάρους παιδείας.
Αρχικά στη Βυτίνα υπήρξε μόνο σχολείο «κοινών γραμμάτων», του οποίου δάσκαλοι ήταν άλλοτε κληρικοί και άλλοτε λαϊκοί. Από το 1760 περίπου, με τη συνδρομή Βυτιναίων εγκατεστημένων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, την Πόλη και τη Μικρά Ασία, ιδρύθηκε και σχολείο ανώτερης παιδείας, το οποίο διηύθυναν οι Δημητσανίτες μοναχοί Δανιήλ και Παρθένιος Γαβραίοι μέχρι το θάνατό τους στα χρόνια της Επαναστάσεως. Αυτοί είχαν λάβει εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και αργότερα είχαν μεταβεί στη Σμύρνη προς συμπλήρωση των σπουδών τους.
Η διδασκαλία γινόταν τα δύο πρώτα χρόνια σε ιδιωτική οικία. Σύντομα όμως έχτισαν ιδιαίτερο σχολικό κτήριο με οικοτροφείο, στο οποίο διέμεναν μαθητές, παιδιά και ενήλικες ακόμη, από τη Λακωνία, την Τριφυλία, την Κορινθία, την Καλαμάτα, τη Μονεμβασιά, το Μέγα Σπήλαιο, αλλά και από τη μακρινή Βλαχία! Ο αριθμός των μαθητών ανερχόταν στους εκατόν είκοσι, πολύ μεγάλος για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Μαθητές της Σχολής Βυτίνης υπήρξαν πέντε επίσκοποι και πλήθος ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τα κοινά και την πολιτική μετά την Απελευθέρωση.
Η αξία της αναγνωρίσθηκε, κατόπιν ενεργειών των αδελφών Κωνσταντίνου και Δημητρίου Παπαρρηγόπουλων, με το πατριαρχικό σιγγίλλιο της 8ης Δεκεμβρίου 1804 του Πατριάρχη Καλλινίκου, το οποίο εξασφάλιζε και την περιουσία της Σχολής. Αυτή, μαζί με τη συνδρομή των χωριανών και τις εισφορές των αποδήμων Βυτιναίων, εκτός από τα έξοδα λειτουργίας, συντηρούσε δύο υποτρόφους μαθητές. Αναφέρει μεταξύ άλλων το πατριαρχικό έγγραφο:
«...Επειδή τοίνυν και κατά την κωμόπολιν Βυτίναν της εν Πελοποννήσω επαρχίας Δημητσάνης, οι εκεί κάτοικοι ευλογημένοι χριστιανοί, θείου ζήλου εμφορούμενοι, συνεστήσαντο κοινά σχολεία ου μόνον των ιερών γραμμάτων, αλλά και αυτών των ελληνικών μαθημάτων, και προ χρόνων ιδίοις αναλώμασιν ωκοδόμησαν, και εκ συνεισφοράς ελέους αυτών και άλλων γειτνιαζόντων φιλομούσων και φιλοκάλων χριστιανών, εις προίκα οιονεί κατεβλήθησαν χρήματα και αφιερώματα αμπελώνων τε και αγρών, επί συστάσει τε και διαμονή και αυξήσει αυτών, και επί καταβολή του ετησίου μισθού των διδασκάλων... Τούτου χάριν και γράφοντες αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων αρχιερέων και υπερτίμων των εν αγίω πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα αι ρηθείσαι σχολαί της κωμοπόλεως ταύτης Βυτίνης των τε ιερών γραμμάτων και των ελληνικών μαθημάτων, υπάρχωσι κοιναί και παρά πάντων γνωρίζονται, και λέγονται πατριαρχικαί και σταυροπηγιακαί...»
Α
πόδειξη της ακτινοβολίας της Σχολής κατά τους δύσκολους εκείνους χρόνους είναι το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Βυτίνας και των γύρω χωριών μιλούσαν την ελληνική άψογα, χωρίς βαρβαρισμούς.
Η λειτουργία της δεν ανεστάλη ούτε κατά την κήρυξη της Επαναστάσεως. Μετά το θάνατο του Παρθενίου Γαβρά, λίγο πριν την άλωση της Τριπολιτσάς, συνέχισαν το έργο τους οι λαϊκοί διδάσκαλοι που οι ίδιοι οι ιδρυτές είχαν ορίσει ως διαδόχους. Η λειτουργία της διεκόπη μόνο για μικρό χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια των επιδρομών του Ιμπραήμ το 1826, αλλά αποκαταστάθηκε το 1828, σε παράπηγμα δίπλα από το ερειπωμένο αρχικό κτίσμα. Χρειάστηκαν μόνο τρία χρόνια μετά την επαναλειτουργία της για να ανεγερθεί νέο κτήριο, με τη συνδρομή και του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, το οποίο σώζεται αναστηλωμένο μέχρι σήμερα.
Και ενώ οι φιλομαθείς Βυτιναίοι είχαν από το 1760 περίπου το δικό τους σχολείο, στη γειτονική μονή των Αγίων Θεοδώρων, κοντά στο χωριό Πυργάκι και το αρχαίο Μεθύδριον, θα κατέφευγε λίγο αργότερα η οικογένεια του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με το μικρό γιο του Θοδωράκη για ασφάλεια από τους διώκτες Τούρκους. Στο μοναστήρι αυτό ο Γέρος του Μωριά έμαθε από τον ιερομόναχο Νεόφυτο τα λίγα γράμματα που ήξερε, περιγραφή που μας θυμίζει έντονα την κλασική εικόνα του κρυφού σχολειού. Γιατί προφανώς θα ήταν πολύ επικίνδυνο για το γιο του επικηρυγμένου Κωνσταντή να κάνει το δρόμο μιας ώρας περίπου μέχρι τη Βυτίνα. Η Βυτίνα, όπως και η Λάστα, ήταν βακούφια της Βαλιδέ Σουλτάνας και απαγορευόταν η διαμονή Τούρκων. Στα άλλα χωριά όμως επιτρεπόταν και δεν θα ήταν ασφαλές για το μικρό Κολοκοτρώνη να κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσα σε Τούρκους που θα τον αναγνώριζαν και θα τον κατεδίωκαν.
Το γεγονός ότι τα βακούφια είχαν ιδιαίτερα προνόμια, αλλά και το ότι η Σχολή της Βυτίνας συγκέντρωνε μαθητές προερχόμενους από μεγάλες αποστάσεις, μας βάζει σε σκέψεις για την κατάσταση που επικρατούσε στις μη προνομιούχες περιοχές. Μήπως η ελληνική παιδεία ήταν υπό διωγμό ή έστω περιορισμό, εκτεθειμένη στις διαθέσεις του εκάστοτε μπέη; Και αν ναι, μήπως σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν επιβεβλημένη η ύπαρξη κρυφών σχολειών; Αν και δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα Και πώς να υπάρχουν μαρτυρίες για κρυφά σχολειά, όταν ήταν απαγορευμένα τα φανερά; Επίσης τι «αρχαιολογικά ευρήματα» να αφήσουν; Οι χώροι και τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται στη λατρεία μετά την Απελευθέρωση. Δεν επρόκειτο για σχολικές αίθουσες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, ούτε υπήρχαν πραγματικά σχολικά βιβλία!
Εις ό,τι αφορά το ζήτημα της στεγάσεως των σχολείων, κρυφών ή φανερών, μέσα σε εκκλησίες και μοναστήρια, αυτή μπορεί να εξηγηθεί πολύ απλά: Οι ναοί ήταν δημόσια κτήρια, εύκολα προσβάσιμα, ο φυσικός χώρος των κληρικών, που συνήθως αναλάμβαναν το ρόλο του δασκάλου, και όπου υπήρχαν βιβλία και φως από τα καντήλια. Όταν δεν υπήρχε ιδιαίτερο σχολικό κτήριο, όπως στην περίπτωση της Βυτίνας, το αμέσως επόμενο κτήριο που θα μπορούσε να στεγάσει μαθητές και δάσκαλο ήταν η εκκλησία και κυρίως το απρόσιτο μοναστήρι. Και επειδή αυτό ήταν συνήθως σε αρκετά μεγάλη απόσταση, τα παιδιά έπρεπε να ξεκινήσουν αξημέρωτα. Εξ ου και το γνωστό τραγουδάκι «φεγγαράκι μου λαμπρό». Καθώς ο κίνδυνος της απαγωγής των παιδιών ήταν υπαρκτός (το παιδομάζωμα είναι άλλο ένα θέμα που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις), η μετακίνηση των παιδιών τη νύχτα ήταν ασφαλέστερη.
Μια εικόνα του τι μπορεί να συνέβαινε στην Τουρκοκρατία μας δίνει η περίοδος της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Μετά την πλήρη απογόρευση της ελληνικής εκπαιδεύσεως και τον εξιταλισμό του σχολείου, η Εκκλησία οργάνωσε «κρυφά σχολειά» εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας μέσα στις εκκλησίες, με το πρόσχημα του κατηχητικού. Αν αυτό γινόταν τον εικοστό αιώνα, γιατί να μη γινόταν και στους αιώνες, ιδίως τους πρώτους, της Τουρκοκρατίας;
Είναι άδικο επομένως να υιοθετούνται ακραίες θέσεις γύρω από αυτό το θέμα. Μπορεί το κρυφό σχολειό να μην ήταν ο κανόνας σε όλη τη διάρκεια και σε όλη την έκταση της Τουρκοκρατίας, δύσκολα όμως μπορεί να αποδειχθεί μύθος. Το βέβαιο είναι ότι οι υπόδουλοι Έλληνες, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες, έβρισκαν τρόπους να εξασφαλίζουν τη στοιχειώδη παιδεία, είτε υπό το φως του ηλίου, είτε υπό το ημίφως του φεγγαριού. Ακλόνητη βεβαιότητα είναι επίσης ότι χωρίς τη βοήθεια των κληρικών και των εκκλησιαστικών βιβλίων, η ελληνική γλώσσα θα είχε σιγήσει. Αυτό συνοψίζεται στην άποψη του διαπρεπούς ελληνιστή Στήβεν Ράνσιμαν:
«Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το Έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει».

2 σχόλια:

Λυδήριος είπε...

Το κρυφό σχολειό υπήρχε και δεν υπήρχε. Ήταν ανάλογα με την περιοχή. Στον Μοριά για παράδειγμα ή στην Ύδρα δεν υπήρχε λόγος να υπάρχει κρυφό σχολειό αφού οι Έλληνες είχαν αρκετά προνόμια. Σε άλλες περιοχές όμως οι Τούρκοι δεν είχαν την ίδια συμπεριφορά. Από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή, υπήρξαν συνθήκες όπου μπορούσαν άνετα να χωρέσουν ανάγκες για "κρυφά σχολειά".

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως γνωστόν δεν είχε ενιαία στάση σε όλα τα ζητήματα οπότε είναι λογικό η στάση των τουρκικών αρχών να διέφερε απο τόπο σε τόπο. Πάντως ωραίο άρθρο αυτό για την εκπαίδευση στην Βυτίνα.

Βυτιναιος είπε...

Αν αναλογιστούμε πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος από σήμερα έως τετρακόσια χρόνια πριν, μπορούμε, τηρουμένων των αναλογιών, να αντιληφθούμε τις διαφορές μεταξύ του 15ου και του 19ου αιώνα. Αν αναλογιστούμε την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.
Το κρυφό σχολειό, όπου υπήρξε, ήταν μία συγκινητική πράξη αυτοσυντηρήσεως.
Τα φανερά σχολεία και οι μεγάλες σχολές του Ελληνισμού (όρα το προηγούμενο άρθρο περί του Αγίου Ευθυμίου) είναι επίσης μία σημαντική προσπάθεια διατηρήσεως και καλλιέργειας της εθνικής ταυτότητας.
Και οι δύο περιπτώσεις είναι σημαντικές για τη διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού και αξίζουν της προσοχής και της μελέτης με σεβασμό.
Χάρηκα που σου άρεσε το άρθρο.