Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


«Αύγουστος 1966. Κάμπος καλύβι Τζαβάρα»
.
Οι Βυτιναίοι, άνθρωποι της προκοπής και του μόχθου, τον Ιούνιο τελειώνοντας τα παιδιά τους τα σχολεία, άφηναν το χωριό και κατέβαιναν στον κάμπο. Παρ’ ότι τα κτήματα δεν απείχαν περισσότερο από δυο-τρία χιλιόμετρα, λόγω της συνεχούς εργασίας από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, έμεναν δίπλα στα χωράφια τους. Θυμάμαι δεκαετία του 1960, τέλος Ιουνίου, φόρτωναμε τα γαϊδουράκια μας με τα απαραίτητα και στήναμε το νοικοκυριό στα σπιτάκια στον κάμπο.
Ένα-δυο δωμάτια καλά ασπρισμένα κι ένα χαγιάτι συνήθως με ένα κρεββάτι, απαραίτητα με κουνουπιέρα, ένα ξύλινο πάγκο και τραπέζι. Το ένα δωμάτιο ήταν η κουζίνα, που είχε μια «γωνιά» όπου μαγείρευαμε κι ένα τσιμεντένιο νεροχύτη με μία βρύση που τή γέμιζαμε νερό από το πηγάδι, μια «κλούβα» όπου φυλάγαμε τα τρόφιμα και στον τοίχο χωμένη η πιατοθήκη, ωραία στολισμένη με χρωματιστά χαρτάκια, κομμένα σε διάφορα σχήματα. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο ή στην καλύτερη περίπτωση τσιμεντένιο. Το άλλο δωμάτιο είχε δυο-τρία κρεββάτια με άσπρες κουνουπιέρες κι απαραίτητα το εικονοστάσι. Πόσο μας άρεσε η μυρωδιά από το φρεσκοβαμμένο ασβέστη και το βρεγμένο δάπεδο!
Έξω από το κάθε σπίτι υπήρχε μια μουριά ή πλάτανος που δρόσιζε τα ζεστά μας καλοκαίρια και ξεκούραζε τους γονείς μας, κυρίως τα κυριακάτικα μεσημέρια. Το πηγάδι με το «φίλιαντρο» ήταν τόπος συγκέντρωσης μεγάλων και μικρών. Εκεί πάγωνε μέσα στο σούγλο το κρασί ή το καρπούζι. Εκεί έπλεναν οι γυναίκες τα ρούχα μέσα στην ξύλινη σκάφη και τα άπλωναν ολόλευκα και λουλακιασμένα. Εκεί φτιάχναμε σε μεγάλες πήλινες λεκάνες και λιάζαμε την «πάστα» για το χειμώνα. Εκεί παίζαμε κι εμείς κάτω από τη βερυκοκκιά, δίπλα στις βυσσινιές.
Το πρώτο μας παιχνίδι του καλοκαιριού ήταν τ’ απόβραδα πάνω στους σωρούς από τ’ άχυρα του σταριού που πριν είχαν αλωνίσει. Μαζευόμαστε δέκα δώδεκα γειτονόπουλα και ανεβαίναμε στους σωρούς, χωνόμαστε στ’ άχυρα, ένα παιχνίδι που μας άρεσε κι αδιαφορούσαμε για τη φαγούρα που θα είχαμε μετά.
Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά από τις καμμένες καλαμιές στα χωράφια που είχαν θεριστεί τα στάρια, και που απλωνόταν σ’ όλο τον κάμπο τα βράδια. Μετά το κάψιμο της καλαμιάς ακολουθούσε το «οργωπότισμα», για να ετοιμαστούν τα χωράφια για τις επόμενες καλλιέργειες, κυρίως της πατάτας ή του αραποσιτιού.
Πριν νυχτώσει, οι μανάδες με κομμάτια εφημερίδας καθάριζαν τα φαναράκια και τις λάμπες, έβαζαν πετρέλαιο και τα άναβαν. Οι πατεράδες, κάτω από το φως του φαναριού, με απόλυτη ησυχία και μεγάλη προσήλωση, άκουγαν τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Ένα ραδιόφωνο που έπαιρνε μια τεράστια μπαταρία κι ελάμβανε σήμα από ένα λεπτό καλώδιο που ήταν απλωμένο στο δέντρο.
Κάποια βράδια οι άντρες ανέβαιναν και στα καφενεία του χωριού. Γύριζαν αργά, άλλοτε τραγουδώντας και άλλοτε σιωπηλοί μέσα στο σκοτάδι, να ξεχωρίζει μόνο το αναμμένο τσιγάρο τους.
Σαββατόβραδο όταν ακουγόταν η καμπάνα του εσπερινού, οι μανάδες μας έλουζαν και μας έπλεναν, έβαφαν τ’ άσπρα παπουτσάκια μας και σιδέρωναν τα καλοπλυμένα φουστανάκια ή κοντά παντελονάκια για τον κυριακάτικο εκκλησιασμό.
Όμορφα χρόνια, οι μεγάλοι αγαπημένοι μεταξύ τους, να βοηθάει ο ένας τον άλλον στις δουλειές, κι εμείς τα παιδιά χωρίς κανένα ανταγωνισμό, αφού όλα βρισκόμαστε στην ίδια κοινωνική και μορφωτική κατάσταση και με ελάχιστες ή και μηδενικές απαιτήσεις από τους γονείς. Ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα όμορφο φορεματάκι ήταν σαν να μας χάριζαν όλο τον κόσμο. Ένα ψεύτικο ρολόι ή δαχτυλίδι από το πανηγύρι της Παναγίτσας στη Σκαφιδιά το δεκαπενταύγουστο μας έκανε να μην κοιμόμαστε από τη χαρά μας.
Οι αναμνήσεις είναι πολλές, ευχάριστες, νοσταλγικές, γεμάτες αγάπη και με την αγνότητα των παιδικών μας χρόνων. Όσοι τις ζήσαμε, τις κουβαλάμε ακόμα, μα θαρρώ πιο πολύ αυτοί που έφυγαν από το χωριό μας. Περισσότερο οι ξενιτεμένοι μας, που τους ευχόμαστε να τους αξιώσει ο Θεός όλους να γυρίσουν πίσω και να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στον τόπο που τόσο τους έχει λείψει και που μας λείπουν κι εμάς, και τους περιμένουμε όλους, να γεμίσει και πάλι το χωριό μας και να μας πουν για τα χρόνια που έλειπαν και εμείς για αυτά που άφησαν.
Η παραπάνω φωτογραφία είναι κι αυτή ενός ξενιτεμένου μας. Πριν σαράντα χρόνια ο Ντίνος ο Τζαβάρας, είχε έρθει στο πατρικό του στον κάμπο με την οικογένειά του. Είχε φέρει και το γιο του το Γιάννη, που κάτω από τον πλάτανο έπαιζε με την κιθάρα του κι έκανε εμάς τα γειτονόπουλα να τον ακούμε με θαυμασμό κι ενδιαφέρον για τους ήχους που έβγαιναν από «αυτό το πράγμα που δεν είχαμε ματαδεί».
Στον Γιάννη και σ’όλους τους ξενιτεμένους ευχόμαστε «καλό καλοκαίρι και του χρόνου στα Βυτιναίικα!»

Γιώτα Δρυμώνα-Καββαθά

Δεν υπάρχουν σχόλια: