Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

"ΡΑΜΠΟ" - ΑΛΕΞΗΣ - ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ: ΟΛΟΙ ΛΑΘΟΣ







.
Ο ειδικός φρουρός, και στο πρόσωπό του το Κράτος, υπέπεσαν σε βαρύτατο σφάλμα, διέπραξαν ένα στυγερό έγκλημα, δολοφονώντας έναν αφελή και απερίσκεπτο έφηβο, που φεύγοντας από το αναπαυτικό σαλόνι των Βορείων Προαστίων, νόμισε ότι η επανάσταση γίνεται βρίζοντας μπάτσους και πετώντας τασάκια στα στενά των Εξαρχείων. Η εσχάτη πλάνη όμως ήταν χείρων της πρώτης. Οι κουκουλοφόροι πήραν τα σφυριά και τις μολότωφ και ισοπεδώνουν, μέρες τώρα, ό,τι βρουν μπροστά τους. Κάποιοι μάλιστα σπάνε τα μαγαζιά των γονέων των "συντρόφων" τους.
Εκ του ασφαλούς όμως. Καλυμμένοι πίσω από τις κουκούλες τους, όπως οι δοσίλογοι και οι δήμιοι της Κατοχής. Ακόμη χειρότερα ωστόσο, καλυμμένοι αρκετοί από αυτούς πίσω από δημαγωγούς πολιτικούς, σαν το δίδυμο Αλαβάνου - Τσίπρα, ή πίσω από τον πλούσιο μπαμπά που θα κάνει το χρέος του, αν τύχει και οι μπάτσοι συλλάβουν το άτακτο βλαστάρι του: θα πέσουν τα κατάλληλα τηλέφωνα και ο "μικρός" θα είναι έξω, με μερικές τυπικές συστάσεις. Έτσι γίνεται, τριάντα πέντε χρόνια τώρα.
Θα συμφωνούσα με τον αγώνα των κουκουλοφόρων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις:
Ότι θα είχαν το θάρρος να μας δείξουν τα πρόσωπά τους, για να θαυμάσουμε τη λεβεντιά τους, όπως έκαναν όλοι οι αγωνιστές, όλων των αιώνων, όταν έδιναν ωραίους αγώνες.
Ότι θα έριχναν τις σφυριές τους και τις μολότωφ τους εκεί που πρέπει: στις άνομες ιδιοκτησίες των σάπιων πολιτικών και των σάπιων δημοσιογράφων, που βρίζουν από τα ιδιωτικά κανάλια την αστυνομία, περιστοιχιζόμενοι από πραιτωριανούς "φύλακες" αστυνομικούς.
Ότι, τέλος, ένας έστω από αυτούς θα είχε τα αρχίδια να θυσιάσει συμβολικά τον εαυτό του, τη ζωή του, στο βωμό των πιστεύω του.
Μπα... Είναι πολλά τα λεφτά για να τα αφήσουν σε άλλους και να θυσιάσουν το τομάρι τους.
Τσάμπα μάγκες. Σαν τους δοσίλογους και τους δήμιους της Κατοχής. Μόνο που εκείνους, ας μην το λησμονούμε, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, τους κρέμασαν.
.
Αυτές τις άγριες νύχτες, παρακολουθώντας από την τηλεόραση τα θλιβερά γεγονότα, μου ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι ενός ποιήματος του δικού μας Τάκη Σινόπουλου. Πρόκειται για τον "Καιόμενο", τον οποίο ο μεγάλος Ηλείος λογοτέχνης έγραψε και δημοσίευσε στη συλλογή "Μεταίχμιο Β' " το 1957. Μισός αιώνας μας χωρίζει από τότε, και μία άβυσσος.
.
.
.
.
.
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: