Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

ΤΡΙΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ


Αναμνηστική φωτογραφία από κηδεία ανύπαντρης νέας στο Σκουροχώρι του Δήμου Λετρίνων, αρχές εικοστού αιώνα
.
Η Ευγενούλα η μοσκονιά κι η μικροπαντρεμένη
Εβγήκε κι επαινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται·
Γιατί είν’ τα σπίτια της ψηλά κι ο άντρας της παληκάρι,
Γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίτες,
Π’ όλα τα κάστρα πολεμούν κι οι χώρες παραδίνουν.
Κι ο Χάρος οπού τ’ άκουσε, πολύ του βαρυφάνη.
Μαύρο πουλίν εγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
Εβγήκε κι εσαΐτεψε τη μοναχή την κόρη
Μες στο λιανό το δάχτυλο που ‘χε την αρραβώνα.
Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν,
Και μπαινοβγαίνει η μάνα της με τα μαλλιά λυμένα.
«Τι έχεις μανούλα μου και κλαις, τι έχεις κι αναστενάζεις;
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι μου παραγγέλνεις;
-Σ’ αφήνω, μάνα, το έχε γεια και ντύσε με σα νύφη
Κι όταν θα σο’ ‘ρθει ο Κωνσταντής να μη μου τον πικράνεις,
Μον’ στρώσ’ του γιόμα να γευτεί και δείπνο να δειπνήσει,
Κι άπλωσε μες στην τσέπη μου και πάρε το κλειδί μου,
Και βγάλ’ τον αρραβώνα μου και τα χαρίσματά του,
Και δωσ’ του τα του Κωνσταντή, αλλού ν’ αρραβωνίσει,
Ωσάν κι εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρον άντρα».
Κι ο Κωνσταντής επρόβαλε στους κάμπους καβαλλάρης
Με δεκαπέντε φλάμπουρα, μ΄εννιά ζυγιές παιχνίδια,
με τετρακόσιους άρχοντες, πεζούς, καβαλλαραίους.
Βλέπει μεγάλη σύναξη, οπού ‘ναι μαζωμένοι.
«Για χαμηλώστε, φλάμπουρα, πάψετε, σεις, παιχνίδια,
Γιατί σταυρός επρόβαλε απ’ το πεθερικό μου·
Για πεθερός μου πέθανε, για πεθερά μου χάθη
Για απ’ τα γυναικάδερφια μου κανέναν εσκοτώθη».
Και τ’ άλογό του εβάρεσε στου πεθερού να πάγει.
Αυτού σιμά, αυτού κοντά βαστούσε μοναστήρι.
Βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι.
«Να ζήσεις, πρωτομάστορη, τίνος είν’ το κιβούρι;
-Είναι τ’ ανέμου, του καπνού και της ανεμοζάλης.
-Για πε μου, πρωτομάστορη, καθόλου μη μου κρύψεις.
-Ποιος έχει γλώσσα να σ’ το πει, στόμα να σου μιλήσει;
Τούτ΄ η φωτιά που σ’ άναψε, ποιος θε να σου τη σβήσει;
Η Ευγενούλα απέθανεν η πολυαγαπημένη.
-Να ζήσεις, πρωτομάστορη, κάνε το πιο μεγάλο,
Να ‘ναι πλατύ, να ‘ναι μακρύ, να ‘ναι για δυο νομάτους».
Βιτσά βαρεί τ’ αλόγου του, στου πεθερού του πάει.
Βρίσκει παπάδες πο’ ‘ψελναν, μοιρολογίστρες κλαίουν.
«Μεριά σταθείτε, ψάλτηδες, μεριά, μοιρολογίστρες!»
Χρυσό μαντήλι σήκωσε, την είδε απεθαμένη.
Σκύφτει, φιλεί γλυκά γλυκά, γλυκά την αγκαλιάζει,
Χρυσό μαχαίριν έβγαλεν απ΄ αργυρό θηκάρι,
Ψηλά ψηλά το σήκωσε και στην καρδιά το χώνει.
Εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι,
Κι εκεί που θάψανε τη νια φύτρωσε καλαμιώνα.
Λιγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι,
Κι ένα πουλί κελάδαε, σ’ άλλο πουλί ξηγιόνταν:
«Για δες τα τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα!
Δε φιληθήκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα».
.
Μοιρολόγια μάνας στην κόρη
.
Κ
όρη μου, σε κλειδώσανε κάτω στην Αλησμόνη,
Που στο ‘μπα δίγουν τα κλειδιά, στο έβγα δεν τα δίγουν,
Και στο μπαινοξανάβγαρμα σφιχτά σε μανταλώνουν·
Που κόρη μάνας δε μιλεί, μηδέ στην κόρη η μάνα,
Μηδέ τα τέκνα στους γονιούς, μηδέ οι γονιοι στα τέκνα,
Κι ο βασιλές ακόμη κει με όλους μας είν’ ίσια.
Εκεί ‘ν’ τα σπίτια σκοτεινά, οι τοίχοι ‘ραχνιασμένοι,
Εκεί μεγάλοι και μικροί είν’ ανακατεμένοι.
.
Μες στα ‘μπα του καλοκαιριού και στα ‘βγα του χειμώνα,
Τήρα καιρό που διάλεξε να πάρει, να μισέψει!
Παιδί μου, δεν απόμενες, δεν άφηνες αγάλια,
Όσο ν’ ανθίσουν τα βουνά, να πρασινίσου’ οι κάμποι,
Ν’ ανοίξουν τα γαρούφαλα, να γίνουν τα λουλούδια ,
Να φορτωθείς, να στολιστείς, να πας στον Κάτου Κόσμο,
Να βάλου’ οι νιοι στα φέσια τους κι οι νιες στις τραχηλιές τους,
Και τα μικρά στα χέρια τους, να λησμονούν τη μάνα.
.
Λίγα λόγια για τη φωτογραφία: Η νεκρή είναι νεαρής ηλικίας, ντυμένη με νυφικό και στολισμένη με λευκά άνθη, οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν ανύπαντρη. Περιστοιχίζεται από οικείους διαφόρων ηλικιών, εκ των οποίων οι πλησιέστεροι στο προσκεφάλι της πρέπει να είναι οι γονείς και τα αδέρφια της, στα πρόσωπα των οποίων είναι εντονότερα χαραγμένη η θλίψη. Οι γυναίκες έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους με πλεκτές ριχταριές.
Μπορεί να μας παραξενεύει σήμερα και να μη συγκαταλέγεται στα επιθανάτια έθιμα, αλλά η αναμνηστική φωτογραφία με το νεκρό στο φέρετρο, έξω από το σπίτι και πριν την εκφορά, πλαισιωμένο από όλους τους συγγενείς και τους χωριανούς, ήταν μια συνηθισμένη πρακτική σε όλο τον ελληνικό χώρο στις αρχές του εικοστού αιώνα, από τότε που οι επαγγελματίες πλανόδιοι φωτογράφοι άρχισαν να αναζητούν εργασία στα χωριά. Μερικές φωτογραφίες με αυτό το θέμα είναι πραγματικά κειμήλια, καθώς διασώζουν πολλά πρόσωπα μιας κοινότητας και μας δίνουν πληροφορίες για την ένδυση, τον πλούτο, ακόμη και τις κοινωνικές σχέσεις της περιοχής. Το θέαμα δεν εθεωρείτο μακάβριο και τέτοιες φωτογραφίες μέσα σε πλαίσιο κρεμούσαν στους τοίχους μαζί με τις άλλες φωτογραφίες των μελών της οικογένειας, ή τις έστελναν στους ξενιτεμένους συγγενείς που δεν είχαν παρευρεθεί στην κηδεία, ως το τελευταίο ενθύμιο του εκλιπόντος. Στα κατοπινά χρόνια όμως, οι φωτογραφίες με αυτό το περιεχόμενο ήταν οι πρώτες που κατέβηκαν από τους τοίχους και απορρίφθηκαν.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία διασώθηκε από αρχοντική οικία του Σκουροχωρίου πριν αρκετά χρόνια, κυριολεκτικά λίγο πριν την καταπιεί η μπουλντόζα. Είναι μικρών διαστάσεων και βρισκόταν μέσα σε χρυσωμένο πλαίσιο. Στην ίδια οικία, μεταξύ των πολλών οικογενειακών φωτογραφιών, υπήρχε και άλλο κάδρο μεγάλων διαστάσεωνμε το ίδιο θέμα, όπου ο νεκρός ήταν άνδρας. Δυστυχώς όλες οι άλλες φωτογραφίες της οικίας, μαζί με όσα έπιπλα και λοιπά κειμήλια βρίσκονταν στο εσωτερικό της, χάθηκαν για πάντα.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: