Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Περιηγηση στα Βυτιναιικα Πυργου Ηλειας και στα περιξ, οσο φτανει το ματι, μεσα απο εικονες και λογο. Το χωριο ειναι η αφορμη, το ταξιδι ειναι η αιτια.
«...Εδώ πρέπει να επαναλάβω κάτι που έγραφα τα πολύ παλιά χρόνια, όταν έφευγα για λίγο με αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα και χανόμουν σε διαδρομές όπως εκείνη από το Λεωνίδιο στην Τρίπολη και από κει στον Πύργο ή στη Σπάρτη, ή από τον Πύργο στην Αρχαία Ολυμπία και την Ανδρίτσαινα. Είπα Ανδρίτσαινα και θυμήθηκα ότι εκεί κοντά βρίσκεται ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, αλλά και τόποι που η φύση και οι δρόμοι είναι τόσο ωραίοι που αισθάνεσαι ότι θα... πεθάνεις από ευτυχία. Πολλά από αυτά τα μέρη τα είδα από ψηλά, με ένα ελικόπτερο R-44. Συγκυβερνήτης και παρατηρητής, πήγα σε μέρος που ανακάλυψα ότι απέχει μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από τα Βυτιναίικα Πύργου Ηλείας, όπου βρίσκεται ο τάφος παππούδων και γονιών. Βρήκα έτσι την ευκαιρία να ρίξω λίγο νερό στο μάρμαρο που τους σκεπάζει και να αγναντέψω τον κάμπο που πριν από πολλές δεκαετίες (δε χρειάζεται να πω πόσες!) γύριζα σαν μικρό παιδί, «πληγώνοντας» (όπως λέει και η ταινία) τα δέντρα. Ένα απ’ αυτά, η πιο μεγάλη λεύκα, είναι τώρα πεσμένο στο έδαφος από τον αέρα και τα χρόνια. Μάταια έψαξα να βρω την «πληγή». Το ξύλο είχε σαπίσει και τα αρχικά «Κ.Δ.Κ. - Ε.Α.Α.» (Κωνσταντίνος Δημητρίου Καββαθάς - Ένωση Αερομοντελιστών Αθηνών!) είχαν εξαφανιστεί, αλλά η ανάμνηση ήταν ζωντανή, όπως ζωντανό και ταπεινό ήταν και το φτωχικό του «θείου», στο οποίο πέρασα μερικά από τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου. Και είχε βρέξει. Όχι μία αλλά δέκα φορές εκείνο το σαββατοκύριακο. Και όχι απλή βροχή, αλλά καταιγίδες, που μας ανάγκασαν να παρατείνουμε την παραμονή μας στο συγκεκριμένο σημείο (στο συγκρότημα Aldemar), και έτσι βρήκα την ευκαιρία να πάω στο «χωριό». Ε, θα πείτε. Και λοιπόν; Δεν υπάρχει Έλληνας που τουλάχιστον μια φορά το χρόνο να μην πηγαίνει στο «χωριό»! Πόσοι όμως έχουν την τύχη να γίνουν μάρτυρες... κατακλυσμού; Ο οποίος «κατακλυσμός» απελευθέρωσε όλα τα αρώματα της γης και πάρ’ τον κάτω τον Καββαθά. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και οι μυρουδιές απ' το ποτάμι, το αρδευτικό κανάλι, τα σπαρτά, τις ελιές, που ξεπλυμένες και καθαρές έστεκαν η μια δίπλα στην άλλη, κυρίευσαν τις αισθήσεις.
Η ΩΡΑ ΣΤΑ ΒΥΤΙΝΑΙΙΚΑ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου