.
Το κείμενο που ακολουθεί γράφεται για τρεις λόγους.
Πρώτον επειδή το ζήτησαν η Σταλαματιά και η Μερόπη,
Δεύτερον επειδή είναι μια ευκαιρία να έρθει στην επιφάνεια μια άγνωστη πτυχή της κυπριακής ιστορίας.
Τρίτον διότι το χρωστώ στους ανθρώπους που θα αναφέρω στο κείμενο.
.
.
Το ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου με βρήκε στο σπίτι μου στον Γερόλακκο. Πάνω από τα κεφάλια μας τα μεταγωγικά αεροπλάνα της Τουρκίας έριχναν αλεξιπτωτιστές στο θύλακα Αγύρτας Κιόνελι και έπαιρναν την στροφή πάνω από το χωριό μας. Σε λίγο τα μαχητικά αρχίζουν τις εφορμήσεις χτυπώντας το αεροδρόμιο Λευκωσίας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το χωριό. Μέχρι τις 6 το απόγευμα, ήμασταν υπό συνεχή βομβαρδισμό.
.
.
Το τι ένιωθε τότε, ένα 9χρονο παιδάκι δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με λόγια. Όμως πιστέψετε με, όποιος δεν έζησε κάτι τέτοιο (άλλοι βέβαια έζησαν πολύ χειρότερα), δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει πόλεμος.
Να μην τα πολυλογώ, το ίδιο απόγευμα μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουμε το χωριό διότι οι Τούρκοι ήταν έξω από αυτό και σε λίγο θα έμπαιναν μέσα. Σημειώστε ότι μιλώ για τις 20 Ιουλίου και ότι το χωριό καταλήφθηκε στις 14 Αυγούστου. Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε και φτάσαμε μετά από αρκετή ώρα στο Μιτσερό. Εκεί στο χωριό οι κάτοικοι μας πρόσφεραν στέγη. Μετά από μερικές μέρες ενοικιάσαμε το πρώτο σπίτι. Ένα μακρινάρι στο οποίο μέναμε καμιά 15ριά άτομα. Εκεί στο Μιτσερό βαφτίσαμε άρον άρον και την 8μηνη αδελφή μου από φόβο μήπως και γίνει κάτι και πάει… αβάπτιστη!
Μια καλή πρωία προς τα τέλη του Αυγούστου, έρχεται ο πατέρας και λέει σε μένα και στον (κατά ένα χρόνο και κάτι) μεγαλύτερο αδελφό μου ότι θα μας στείλουν ταξίδι στην Ελλάδα.
Δεν θυμάμαι πώς το πήραμε ούτε τι σκεφτήκαμε, ούτε αν είπαμε ναι ή όχι ή αν φέραμε καν κάποια ένσταση. Ο φόβος, λένε, φέρνει κόλαση. Ούτε θυμάμαι να μας έδωσε λεπτομέρειες, πώς θα πάμε, με ποιους θα πάμε, πόσο καιρό θα μείνουμε…
Τελικά, τέλος του μήνα (και πάλι δεν θυμούμαι ημερομηνία), μας ανακοινώνουν ότι την επομένη φεύγουμε για την Ελλάδα. Πρωί πρωί ήμασταν έτοιμοι, βάλαμε τα… «καλά» μας, βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες και πήγαμε στο λιμάνι της Λεμεσού. Εκεί κάποιοι μας επιβίβασαν σε ένα μεγάλο πλοίο με το όνομα «Πάτρα», μας έβαλαν σε καμπίνες και σε λίγο η Λεμεσός ούτε καν φαινόταν.
.
.
Φτάσαμε στον Πειραιά. Στην προβλήτα βλέπουμε κόσμο μαζεμένο, αστυνομία, λεωφορεία παραταγμένα και… παπάδες! Με σύντομες διαδικασίες βρεθήκαμε όλοι μέσα στα λεωφορεία και ξεκίνησε το ταξίδι προς το άγνωστο. Ούτε κι εκείνη την ώρα ξέραμε πού θα μας έπαιρναν.
Σχηματίστηκε μια μακρά πομπή από αυτοκίνητα και λεωφορεία που μπήκαν σε ένα ατελείωτο δρόμο που έφτασε στο τέρμα του αργά το απόγευμα.
Τυπωμένες στο μυαλό μου είναι οι εικόνες αλλά και τα όσα ζήσαμε καθώς περνούσαμε από τα χωριά που προηγούνται του Πύργου. Ο κόσμος μας περίμενε στις πλατείες, κτυπούσαν οι καμπάνες, τα μάτια δακρυσμένα, μας πετούσαν από τα παράθυρα μπισκότα, σοκολάτες, σάντουιτς…
Κάποτε φτάνουμε στον Πύργο. Τα λεωφορεία σταματούν στο οικοτροφείο της Μητρόπολης, την Αγία Φιλοθέη, που βρισκόταν στην είσοδο της πόλης. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες μείναμε εκεί. Θυμάμαι όμως ότι γίναμε… καλά χριστιανόπαιδα, πρωί και απόγευμα εκκλησία, τήρηση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων.
.
Φτάσαμε στον Πειραιά. Στην προβλήτα βλέπουμε κόσμο μαζεμένο, αστυνομία, λεωφορεία παραταγμένα και… παπάδες! Με σύντομες διαδικασίες βρεθήκαμε όλοι μέσα στα λεωφορεία και ξεκίνησε το ταξίδι προς το άγνωστο. Ούτε κι εκείνη την ώρα ξέραμε πού θα μας έπαιρναν.
Σχηματίστηκε μια μακρά πομπή από αυτοκίνητα και λεωφορεία που μπήκαν σε ένα ατελείωτο δρόμο που έφτασε στο τέρμα του αργά το απόγευμα.
Τυπωμένες στο μυαλό μου είναι οι εικόνες αλλά και τα όσα ζήσαμε καθώς περνούσαμε από τα χωριά που προηγούνται του Πύργου. Ο κόσμος μας περίμενε στις πλατείες, κτυπούσαν οι καμπάνες, τα μάτια δακρυσμένα, μας πετούσαν από τα παράθυρα μπισκότα, σοκολάτες, σάντουιτς…
Κάποτε φτάνουμε στον Πύργο. Τα λεωφορεία σταματούν στο οικοτροφείο της Μητρόπολης, την Αγία Φιλοθέη, που βρισκόταν στην είσοδο της πόλης. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες μείναμε εκεί. Θυμάμαι όμως ότι γίναμε… καλά χριστιανόπαιδα, πρωί και απόγευμα εκκλησία, τήρηση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων.
.
.
Μια Κυριακή, μετά την θεία λειτουργία (εννοείται), μας έβαλαν στην τραπεζαρία. Σε λίγο ανοίγουν οι μεγάλες πόρτες και μπαίνουν μέσα άντρες και γυναίκες. Τι έκαναν; Διάλεγαν… αναγιωτούς!
Σε κάποια στιγμή φτάνει κοντά μας μια κυρία μαζί με το γιο της. Μας πιάνει στην κουβέντα εμένα και τον αδελφό μου. Κάποια κυρία, υπεύθυνη, που ήταν εκεί, κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί. Αυτή λέει ότι θα τηλεφωνήσει στον άντρα της. Σε λίγο επιστρέφει και λέει «εντάξει, Θα πάρω και τα δύο». Έτσι σε λίγη ώρα βρισκόμασταν σε ένα σπίτι όπου μας ανακοίνωσαν ότι θα μέναμε, μαζί με την οικογένεια, για ένα σχεδόν χρόνο.
Οι οικογένειες αυτές ανάλαβαν όλα μας τα έξοδα. Ανάλαβαν και την εκπαίδευσή μας γράφοντας μας και στο σχολείο, εμένα στην Ε’ και τον αδελφό μου στην Στ’ Δημοτικού. Το σχολείο μας βρισκόταν στο κέντρο, δίπλα από την πλατεία της πόλης. Από εκεί και πέρα ξεκίνησαν εμπειρίες που ποτέ δεν θα τις ξεχάσω…
Κέρδος για μας ήταν το ότι ο θείος ο Προκόπης και η θεία η Γιώτα (μικρασιάτισσα στην καταγωγή) είχαν δικό τους εστιατόριο. Εκεί γνωρίσαμε κόσμο και κοσμάκη. Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, από τον Πύργο Ηλείας ξεκίνησε και η… πολιτική μου δραστηριότητα. Βασιλόφρων ο θείος Προκόπης κι εμείς, όπως ήταν αναμενόμενο, στο δημοψήφισμα για την παραμονή ήτα όχι του βασιλιά, ταχθήκαμε υπέρ του. Ήταν η πρώτη προεκλογική εκστρατεία στη ζωή μου…
Δίπλα από το εστιατόριο βρίσκονταν τα γραφεία του ΚΚΕ και οι διάφοροι του περιβάλλοντος μας βάζανε να προπηλακίζουμε όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από το κτίριο. Πολλές και οι συζητήσεις μεταξύ των θαμώνων και για τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, χουντικοί, αντιχουντικοί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, απ’ όλα είχε το πανέρι. Αντιλαμβάνεστε ότι τα ερεθίσματα αυτά επέδρασαν αργότερα και στον χαρακτήρα αλλά και στην πορεία που ακολούθησα και εννοώ το ενδιαφέρον μου για την πολιτική.
Στον Πύργο μείναμε μέχρι τον Αύγουστο του 1975. Οι άνθρωποι αυτοί κάνανε ό,τι ήταν δυνατόν για να περνούμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Με τον Γιώργο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον αδελφό μου ήμασταν και είμαστε ακόμα σαν αδέλφια. Απ’ ό,τι μαθαίνω όμως δεν διατήρησαν τέτοιες σχέσεις όλα τα παιδιά. Για διάφορους λόγους. Πέρσι κάποιοι μου έκαναν παράπονα ότι τα παιδιά που φιλοξένησαν δεν επικοινώνησαν μαζί τους από τότε. Κάποιοι άλλοι μου έλεγαν για τις πολύ καλές σχέσεις που έχουν μέχρι σήμερα.
Από τότε βρέθηκα ξανά στον Πύργο το 1997. Από τότε κάθε δύο χρόνια (μέσον όρο) τους επισκέπτομαι μιας και η θεία δυσκολεύεται να ταξιδέψει και να έρθει να την φιλοξενήσουμε εμείς. Αυτούς τους ανθρώπους τους νιώθω σαν δικούς μου. Είναι η δεύτερή μου οικογένεια.
Απέδειξαν τη δεδομένη στιγμή ότι οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους.
Το τι έκαναν οι χούντες και οι κυβερνήσεις δεν βαραίνει και δεν μπορεί να βαραίνει τον απλό λαό. Αυτό, πιστεύω, είναι αξίωμα.
Δεν ξέρω αν το κείμενο αυτό σας ικανοποιεί ως περιεχόμενο. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι άλλο, που δεν το περιέλαβα στο κείμενο, σας παρακαλώ να το πράξετε. Όσοι θέλετε, σχόλια ευπρόσδεκτα.
.
Μια Κυριακή, μετά την θεία λειτουργία (εννοείται), μας έβαλαν στην τραπεζαρία. Σε λίγο ανοίγουν οι μεγάλες πόρτες και μπαίνουν μέσα άντρες και γυναίκες. Τι έκαναν; Διάλεγαν… αναγιωτούς!
Σε κάποια στιγμή φτάνει κοντά μας μια κυρία μαζί με το γιο της. Μας πιάνει στην κουβέντα εμένα και τον αδελφό μου. Κάποια κυρία, υπεύθυνη, που ήταν εκεί, κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί. Αυτή λέει ότι θα τηλεφωνήσει στον άντρα της. Σε λίγο επιστρέφει και λέει «εντάξει, Θα πάρω και τα δύο». Έτσι σε λίγη ώρα βρισκόμασταν σε ένα σπίτι όπου μας ανακοίνωσαν ότι θα μέναμε, μαζί με την οικογένεια, για ένα σχεδόν χρόνο.
Οι οικογένειες αυτές ανάλαβαν όλα μας τα έξοδα. Ανάλαβαν και την εκπαίδευσή μας γράφοντας μας και στο σχολείο, εμένα στην Ε’ και τον αδελφό μου στην Στ’ Δημοτικού. Το σχολείο μας βρισκόταν στο κέντρο, δίπλα από την πλατεία της πόλης. Από εκεί και πέρα ξεκίνησαν εμπειρίες που ποτέ δεν θα τις ξεχάσω…
Κέρδος για μας ήταν το ότι ο θείος ο Προκόπης και η θεία η Γιώτα (μικρασιάτισσα στην καταγωγή) είχαν δικό τους εστιατόριο. Εκεί γνωρίσαμε κόσμο και κοσμάκη. Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, από τον Πύργο Ηλείας ξεκίνησε και η… πολιτική μου δραστηριότητα. Βασιλόφρων ο θείος Προκόπης κι εμείς, όπως ήταν αναμενόμενο, στο δημοψήφισμα για την παραμονή ήτα όχι του βασιλιά, ταχθήκαμε υπέρ του. Ήταν η πρώτη προεκλογική εκστρατεία στη ζωή μου…
Δίπλα από το εστιατόριο βρίσκονταν τα γραφεία του ΚΚΕ και οι διάφοροι του περιβάλλοντος μας βάζανε να προπηλακίζουμε όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από το κτίριο. Πολλές και οι συζητήσεις μεταξύ των θαμώνων και για τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, χουντικοί, αντιχουντικοί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, απ’ όλα είχε το πανέρι. Αντιλαμβάνεστε ότι τα ερεθίσματα αυτά επέδρασαν αργότερα και στον χαρακτήρα αλλά και στην πορεία που ακολούθησα και εννοώ το ενδιαφέρον μου για την πολιτική.
Στον Πύργο μείναμε μέχρι τον Αύγουστο του 1975. Οι άνθρωποι αυτοί κάνανε ό,τι ήταν δυνατόν για να περνούμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Με τον Γιώργο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον αδελφό μου ήμασταν και είμαστε ακόμα σαν αδέλφια. Απ’ ό,τι μαθαίνω όμως δεν διατήρησαν τέτοιες σχέσεις όλα τα παιδιά. Για διάφορους λόγους. Πέρσι κάποιοι μου έκαναν παράπονα ότι τα παιδιά που φιλοξένησαν δεν επικοινώνησαν μαζί τους από τότε. Κάποιοι άλλοι μου έλεγαν για τις πολύ καλές σχέσεις που έχουν μέχρι σήμερα.
Από τότε βρέθηκα ξανά στον Πύργο το 1997. Από τότε κάθε δύο χρόνια (μέσον όρο) τους επισκέπτομαι μιας και η θεία δυσκολεύεται να ταξιδέψει και να έρθει να την φιλοξενήσουμε εμείς. Αυτούς τους ανθρώπους τους νιώθω σαν δικούς μου. Είναι η δεύτερή μου οικογένεια.
Απέδειξαν τη δεδομένη στιγμή ότι οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους.
Το τι έκαναν οι χούντες και οι κυβερνήσεις δεν βαραίνει και δεν μπορεί να βαραίνει τον απλό λαό. Αυτό, πιστεύω, είναι αξίωμα.
Δεν ξέρω αν το κείμενο αυτό σας ικανοποιεί ως περιεχόμενο. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι άλλο, που δεν το περιέλαβα στο κείμενο, σας παρακαλώ να το πράξετε. Όσοι θέλετε, σχόλια ευπρόσδεκτα.
.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Παντός Καιρού» του Μιχάλη Μιχαήλ, όπου μετά το κείμενο υπάρχουν πολύ συγκινητικά σχόλια για τη σχέση μεταξύ Ηλείας και Κύπρου που σημαδεύτηκε από τα καλοκαίρια του 1974 και του 2007.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου