Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011
Η ΠΕΡΔΙΚΑ
Μια πέρδικα καυχήθηκε σ’ ανατολή και δύση
πως δεν εβρέθη κυνηγός, να τηνε κυνηγήσει.
Κι ο κυνηγός που τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
Στήνει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξώβεργα στη δύση,
το δίχτυ το μεταξωτό μες του πασά τη βρύση.
Πάει η πέρδικα να πιει νερό και πιάνεται απ’ τη μύτη.
-Αλαφροπιάσ’ με, κυνηγέ, κάνε μου αυτή τη χάρη.
Και με το αλαφρόπιασμα η πέρδικα πετάει.
-Κρίμα σ’ εσένα, κυνηγέ, που μου ‘κανες τη χάρη
κι άφησες τέτοια πέρδικα άλλος να τηνε πάρει.
.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου