.
…Τότε παρά του Καίσαρος δόγμα εξεφωνήθη,
Εις πάσαν την υφήλιον τούτο διελαλήθη.
Διά να απογράψωσι την οικουμένην όλην,
Έρχεται και η Μαριάμ εις Βηθλεέμ την πόλιν.
Ομοίως και ο Ιωσήφ ταύτη συναναβαίνει,
Τη Μαριάμ ίνα γραφή αυτώ μεμνηστευμένη.
Βαβαί ο απερίγραπτος τω δόγματι εγράφη!
Φρίξατε όρη και βουνοί, νάπαι και τα εδάφη.
Τω δόγματι του Καίσαρος του υπό την δουλείαν,
Ο έχων την ασάλευτον αρχήν και βασιλείαν.
Βαστάζει η απείρανδρος βαστάζοντα τα πάντα,
Τον Λόγον τον συνάναρχον Πατρί συγκαταβάντα.
Ήγγικε πλέον ο καιρός η κόρη να γεννήση,
Και την τεκούσαν ο τεχθείς παρθένον να αφήση.
Αι ημέραι επλήσθησαν τεχθήναι τον δεσπότην,
Τον Βασιλέα του παντός Χριστόν τον ζωοδότην.
Γεννά η απειρόζυγος, φεύγει δε τας ωδίνας,
Τους όρους της γεννήσεως, λύπας τας ανθρωπίνας.
Εις ποία ανακτόρια ως βασιλεύς ετέχθη;
Και ποία ην τα σπάργανα όπου αυτός εδέθη;
Εις σπήλαιον σμικρότατον τεχθήναι κατεδέχθη,
Ράκη πτωχά και πενιχρά τούτοις αυτός εδέθη.
Εις σπήλαιον ο βασιλεύς το τεταπεινωμένον,
Το άτιμον, το άδοξον, το καταφρονημένον.
Εις σπήλαιον ο Κύριος, ον Χερουβείμ βαστάζει
Και των αγγέλων ο χορός λατρεύει και δοξάζει.
Πού άρα ανακλίνεται, εις ποίον χρυσόν θρόνον
Ο βασιλεύς της κτίσεως και πάντων των αιώνων;
Εν φάτνη ανατίθεται ουχί εις χρυσήν κλίνην,
Μήτε εις πορφυρένδετον, μήτε ελεφαντίνην.
Εις το παχνίον ο Θεός των ζώων των αλόγων,
Ο ποιήσας τα σύμπαντα με μοναχόν τον λόγον.
Ει και εν φάτνη τίθεται και ράκη σπαργανούται,
Αλλ’ άπαν το ανθρώπινον εκ του δεσμού λυτρούται.
Και εν αγκάλαις φέρεται, ωλέναις τε κρατείται,
Αλλ’ υπό πάσης στρατιάς αγγέλων λειτουργείται.
Μαστούς θηλάζει ως βροτός της πανάγνου Μαρίας,
Περικυκλούται ως Θεός αγγελικής χορείας.
Εκεί ήσαν και φύλακες ποιμένες αγραυλούντες,
Άγγελοι ώφθησαν αυτοίς οι τον Θεόν αινούντες.
Ιδού Κυρίου άγγελος τοις ποιμέσιν επέστη
Αυτοί δε εφοβήθησαν ο νους αυτών εξέστη
Λέγει αυτοίς ο άγγελος «φύλακες μη φοβείσθε,
»Χαράν ευαγγελίζομαι υμείς γαρ προηγείσθε.
»Εις τούτο το μυστήριον πάντων των προεχόντων
»Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάντων των αρχόντων».
Και οι ποιμένες τρέχουσι το βρέφος προσκυνούσιν,
Οις είδον, και οις ήκουσαν και τον Θεόν αινούσιν
Οι αστρολόγοι έρχονται από Χαλδαίων χώραν,
Και τω Χριστώ προσάγουσιν έγκριτα θεία δώρα.
Χρυσόν, σμύρναν και λίβανον τω κομίσαντι πώλον,
Ως βασιλεί και ως νεκρώ και ως Θεώ των όλων.
Οι ουρανοί αγάλλονται, πάσα η γη δοξάζει,
Ηρώδης ο παράνομος μαίνεται και λυσσάζει.
Του χρόνου το διάστημα ευθύς ηκριβολόγει,
Προσκύνησιν προβάλλεται δόλον ουχ ωμολόγει.
Ιδών ο ασεβέστατος ότι κατενεπαίχθη,
Εις την αθλίαν του ψυχήν τον Σατανάν εδέχθη,
Ταράττεται, φρυάττεται, εκ των φρενών εξέστη,
Εκ του θυμού ο δυσσεβής επίληπτος κατέστη,
Τους στρατιώτας ο δεινός εις πάντα τόπον στέλλει.
Δια να αναιρέσωσιν όλα τα βρέφη θέλει.
Τη αναιρέσει των πολλών αναιρεθή ο κτίστης,
Ουκ οίδεν ότι άπρακτα φρονεί ο φρενολήπτης.
Εις Αίγυπτον κατέφυγε μη τω Ηρώδη πέση.
Το σέβας το ειδωλικόν το εν Αιγύπτω σβέση.
Οπίσω εθερίζετο βρεφών η ηλικία,
Χιλιάδες δέκα τέσσαρες εσφάγησαν παιδία,
Ραχήλ απαραμύθητος οδύρεται και κλαίει,
Και αλαλάζει γοερώς, τας παρειάς της ξέει.
Βλέπουσα άωρον σφαγήν και τον άδικον φόνον,
Το του Ηρώδου απηνές δαιμονιώδη φθόνον.
Μαστοί καταξηραίνονται, μητέρες ατεκνούνται,
Της Βηθλεέμ τα όρια αίμασιν ερυθρούνται.
Ει και Ραχήλ οδύρεται βρεφών τη σφαγιάσει
Ηρώδης όμως φλέγεται αλήκτω τη κολάσει.
Άγγελος πάλιν φαίνεται τω Ιωσήφ και φάσκει,
Να επανέλθη οίκαδε σαφώς τούτον διδάσκει.
«Εις γην πορεύου Ισραήλ τέθνηκεν ο Ληρώδης,
Ο του παιδίου την ψυχήν επιζητών Ηρώδης.» …
Εις πάσαν την υφήλιον τούτο διελαλήθη.
Διά να απογράψωσι την οικουμένην όλην,
Έρχεται και η Μαριάμ εις Βηθλεέμ την πόλιν.
Ομοίως και ο Ιωσήφ ταύτη συναναβαίνει,
Τη Μαριάμ ίνα γραφή αυτώ μεμνηστευμένη.
Βαβαί ο απερίγραπτος τω δόγματι εγράφη!
Φρίξατε όρη και βουνοί, νάπαι και τα εδάφη.
Τω δόγματι του Καίσαρος του υπό την δουλείαν,
Ο έχων την ασάλευτον αρχήν και βασιλείαν.
Βαστάζει η απείρανδρος βαστάζοντα τα πάντα,
Τον Λόγον τον συνάναρχον Πατρί συγκαταβάντα.
Ήγγικε πλέον ο καιρός η κόρη να γεννήση,
Και την τεκούσαν ο τεχθείς παρθένον να αφήση.
Αι ημέραι επλήσθησαν τεχθήναι τον δεσπότην,
Τον Βασιλέα του παντός Χριστόν τον ζωοδότην.
Γεννά η απειρόζυγος, φεύγει δε τας ωδίνας,
Τους όρους της γεννήσεως, λύπας τας ανθρωπίνας.
Εις ποία ανακτόρια ως βασιλεύς ετέχθη;
Και ποία ην τα σπάργανα όπου αυτός εδέθη;
Εις σπήλαιον σμικρότατον τεχθήναι κατεδέχθη,
Ράκη πτωχά και πενιχρά τούτοις αυτός εδέθη.
Εις σπήλαιον ο βασιλεύς το τεταπεινωμένον,
Το άτιμον, το άδοξον, το καταφρονημένον.
Εις σπήλαιον ο Κύριος, ον Χερουβείμ βαστάζει
Και των αγγέλων ο χορός λατρεύει και δοξάζει.
Πού άρα ανακλίνεται, εις ποίον χρυσόν θρόνον
Ο βασιλεύς της κτίσεως και πάντων των αιώνων;
Εν φάτνη ανατίθεται ουχί εις χρυσήν κλίνην,
Μήτε εις πορφυρένδετον, μήτε ελεφαντίνην.
Εις το παχνίον ο Θεός των ζώων των αλόγων,
Ο ποιήσας τα σύμπαντα με μοναχόν τον λόγον.
Ει και εν φάτνη τίθεται και ράκη σπαργανούται,
Αλλ’ άπαν το ανθρώπινον εκ του δεσμού λυτρούται.
Και εν αγκάλαις φέρεται, ωλέναις τε κρατείται,
Αλλ’ υπό πάσης στρατιάς αγγέλων λειτουργείται.
Μαστούς θηλάζει ως βροτός της πανάγνου Μαρίας,
Περικυκλούται ως Θεός αγγελικής χορείας.
Εκεί ήσαν και φύλακες ποιμένες αγραυλούντες,
Άγγελοι ώφθησαν αυτοίς οι τον Θεόν αινούντες.
Ιδού Κυρίου άγγελος τοις ποιμέσιν επέστη
Αυτοί δε εφοβήθησαν ο νους αυτών εξέστη
Λέγει αυτοίς ο άγγελος «φύλακες μη φοβείσθε,
»Χαράν ευαγγελίζομαι υμείς γαρ προηγείσθε.
»Εις τούτο το μυστήριον πάντων των προεχόντων
»Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάντων των αρχόντων».
Και οι ποιμένες τρέχουσι το βρέφος προσκυνούσιν,
Οις είδον, και οις ήκουσαν και τον Θεόν αινούσιν
Οι αστρολόγοι έρχονται από Χαλδαίων χώραν,
Και τω Χριστώ προσάγουσιν έγκριτα θεία δώρα.
Χρυσόν, σμύρναν και λίβανον τω κομίσαντι πώλον,
Ως βασιλεί και ως νεκρώ και ως Θεώ των όλων.
Οι ουρανοί αγάλλονται, πάσα η γη δοξάζει,
Ηρώδης ο παράνομος μαίνεται και λυσσάζει.
Του χρόνου το διάστημα ευθύς ηκριβολόγει,
Προσκύνησιν προβάλλεται δόλον ουχ ωμολόγει.
Ιδών ο ασεβέστατος ότι κατενεπαίχθη,
Εις την αθλίαν του ψυχήν τον Σατανάν εδέχθη,
Ταράττεται, φρυάττεται, εκ των φρενών εξέστη,
Εκ του θυμού ο δυσσεβής επίληπτος κατέστη,
Τους στρατιώτας ο δεινός εις πάντα τόπον στέλλει.
Δια να αναιρέσωσιν όλα τα βρέφη θέλει.
Τη αναιρέσει των πολλών αναιρεθή ο κτίστης,
Ουκ οίδεν ότι άπρακτα φρονεί ο φρενολήπτης.
Εις Αίγυπτον κατέφυγε μη τω Ηρώδη πέση.
Το σέβας το ειδωλικόν το εν Αιγύπτω σβέση.
Οπίσω εθερίζετο βρεφών η ηλικία,
Χιλιάδες δέκα τέσσαρες εσφάγησαν παιδία,
Ραχήλ απαραμύθητος οδύρεται και κλαίει,
Και αλαλάζει γοερώς, τας παρειάς της ξέει.
Βλέπουσα άωρον σφαγήν και τον άδικον φόνον,
Το του Ηρώδου απηνές δαιμονιώδη φθόνον.
Μαστοί καταξηραίνονται, μητέρες ατεκνούνται,
Της Βηθλεέμ τα όρια αίμασιν ερυθρούνται.
Ει και Ραχήλ οδύρεται βρεφών τη σφαγιάσει
Ηρώδης όμως φλέγεται αλήκτω τη κολάσει.
Άγγελος πάλιν φαίνεται τω Ιωσήφ και φάσκει,
Να επανέλθη οίκαδε σαφώς τούτον διδάσκει.
«Εις γην πορεύου Ισραήλ τέθνηκεν ο Ληρώδης,
Ο του παιδίου την ψυχήν επιζητών Ηρώδης.» …
.
ΑΩΙΒ’ (1812) Αυγούστου ΙΒ’(12). Εν Βυτίνη.
ΑΩΙΒ’ (1812) Αυγούστου ΙΒ’(12). Εν Βυτίνη.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου