Κάποτε μια νεαρή χωριανή θέλησε να μάθει της μοίρας τα γραμμένα. Εύκολο ήταν: γεμάτος ο τόπος από τσιγγάνες, πρόθυμες να διαβάσουν τα μελλούμενα και να λύσουν το κακό μάτι και τα μάγια που πάντα έχει το θύμα τους και μόνο αυτές μπορούν να αποτρέψουν. Λόγο στο λόγο, τάξιμο κι ασήμωμα, φοβέρα και απειλή για κακοτυχιά και μαγάρα, της σήκωσαν όλο το προικιό! Κακό πό’ παθε! Κλαίγοντας κατέφυγε στον πατέρα της, ισχυρή φυσιογνωμία της περιοχής, και αυτός με τη σειρά του βρήκε το μπάρμπα-Μήτσο το βασιλιά, και του περιέγραψε τα καθέκαστα. Ο βασιλιάς ήρεμος τον διαβεβαίωσε ότι όλα θα διορθωθούν. Την άλλη μέρα όλα τα προικιά ήταν στη θέση τους, έξω από το σπίτι της παθούσας.
Ποιος είναι αυτός ο περίεργος λαός, που τόσο συχνά συναντάμε στα χωριά και τους κάμπους της Ηλείας και που νόμο δε βαστάει; Και ποιος ήταν ο βασιλιάς τους, στου οποίου την κηδεία το Μεγάλο Σάββατο έσπευσαν όλες οι τοπικές αρχές, ενώ έστειλε στεφάνι ακόμη και ο πρωθυπουργός της χώρας;
.
«Το γύφτο κάναν βασιλιά, κι αυτός ζητούσε αμόνι»
.
Τρεις γενιές Χαλιλοπουλαίων βασιλέων: ο παππούς Δημήτρης επάνω δεξιά, ο πατέρας Κώστας επάνω στη μέση αριστερά και ο εγγονός και νέος αρχηγός Δημήτρης επάνω αριστερά, μαζί με τους τέσσερεις αδερφούς του
.
Πάντα οι Αρκάδες Βυτιναίοι έβλεπαν με κάποια περιφρόνηση τους κατοίκους των γύρω χωριών: «πειρατές» οι Αγιανναίοι, «γύφτοι» οι Αγουλινιτσαίοι, οι Μυρταίοι, οι Βωλαντζαίοι. Μπορεί να ήταν άδικοι ως προς την περιφρόνηση, δεν είχαν άδικο όμως ως προς την καταγωγή αυτών των χωρικών, που ξεχώριζαν από το μελαψό δέρμα και την ταπεινή όψη των χωριών τους. Το πώς βρέθηκαν εδώ, είναι πολύ παλιά ιστορία.
Σίγιννοι, Αθίγγανοι, Γύφτοι και άλλα
Ο ιστορικός Ηρόδοτος τον 5ο αιώνα π.Χ. και ο Στράβων τον 1ο αιώνα π.Χ. αναφέρουν ότι οι Σίγιννοι ή Σιγύνναι ζουν πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη), προς την Κασπία, πιστεύουν ότι κατάγονται από τους Μήδους, ντύνονται σαν αυτούς και ιππεύουν άριστα τα άλογα που εκτρέφουν. Πιθανόν αυτοί να είναι οι μακρινοί τους πρόγονοι, και από παραφθορά του ονόματός τους να προήλθε το Τσιγγάνοι ή Ατσίγγανοι.
Οι Αθίγγανοι (από το στερητικό α- και το ρήμα θιγγάνω=εγγίζω), καμμία σχέση δεν είχαν με αυτούς. Αποτελούσαν ευρέως διαδεδομένη αίρεση στο Βυζάντιο κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, και απέφευγαν την επαφή με τους μη ομοίους, επειδή πίστευαν ότι δεν είχαν να λάβουν τίποτε. Μετά από σφοδρές συγκρούσεις τελικά ή επανήλθαν στην Ορθοδοξία ή εξισλαμίσθηκαν. Απόγονοί τους είναι οι Αναστενάρηδες της Θράκης και Μακεδονίας, οι Μουσουλμάνοι Πομάκοι της Θράκης και πολλοί Κρυπτοχριστιανοί της Τουρκίας. Είναι λανθασμένη επομένως η χρήση για λόγους ευφωνίας του όρου Αθίγγανοι για τους Τσιγγάνους. Οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί απέφευγαν εκτός από τους αιρετικούς Αθιγγάνους και τους Γύφτους που ασκούσαν μαγεία, άρα ήταν και αυτοί αιρετικοί. Επίσης ονόμαζαν τους Αθιγγάνους Αγνώτας, δηλαδή αμαθείς, όπως ήταν και οι Τσιγγάνοι. Έτσι πιθανόν προήλθε η σύγχυση των δύο ονομάτων.
Επειδή στην Παλαιά Διαθήκη (Ιεζεκιήλ) θεωρείται ότι κατάγονται από την Αίγυπτο, ονομάστηκαν Αιγύπτιοι, το οποίο παρεφθάρη σε Γύφτοι. Οι εξισλαμισμένοι Γύφτοι της Θράκης ονομάστηκαν Τουρκόγυφτοι. Όσοι κατέβηκαν από τη Βλαχία (Νότια Ρουμανία) ονομάστηκαν Καράβλαχοι (=μαύροι λατινόφωνοι). Οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι αυτοαποκαλούνται με πολλά ονόματα, με πιο διαδεδομένο το Ρομ (=άνδρας. Πληθυντικός: Ρομά), αποκαλούν δε τους άλλους λαούς Γκατζή (=άνθρωπος) και ειδικά τους Έλληνες Μπαλαμό. Έχουν σαφή κοινωνική διαστρωμάτωση και γενικά θεωρούν Τσιγγάνους τους εγκατεστημένους σε μόνιμη κατοικία και Γύφτους ή Αρκουδόγυφτους τους νομάδες που ζουν σε τσαντήρια. Τα πολλά ονόματα οφείλονται στο ότι ανήκουν σε πολλές, συχνά αντιμαχόμενες φυλές, δεν αποτελούν δηλαδή μια απόλυτα ομοιογενή ομάδα.
Από πού ήρθαν;
Πιθανότατα αποτελούν υπολείμματα ινδικού φύλου κατώτερης κάστας που μετακινήθηκε προς την Περσία αρχικά και από εκεί είτε προς τη Μικρά Ασία, είτε προς την Αίγυπτο, ασκώντας τις τέχνες του μουσικού και του σιδηρουργού. Πρωτοπάτησαν το ευρωπαϊκό έδαφος στη Θράκη και από εκεί κινήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, προτιμώντας τα πεδινά της Ουγγαρίας, όπου διατηρούνται οι καθαρότεροι πληθυσμοί, και της Ρουμανίας, στην οποία ζει η πολυπληθέστερη ομάδα και μαζί ο Αυτοκράτορας όλων των Τσιγγάνων του κόσμου.
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί μνημονεύουν την παρουσία τους αρχικά στη Θράκη από το 1360 και την εξάπλωσή τους προς νότον. Θεωρούν την Κομοτηνή πατρίδα τους και σε αυτήν ορκίζονται: «Μα την Κομοτηνή μου». Ενισχυόμενοι με πληθυσμούς από τη Ρουμανία, έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο περνώντας από το Αντίρριο. Εγκαταστάθηκαν κοντά σε φράγκικα κάστρα και πύργους των πεδινών (Γυφτόκαστρα). Οι Τούρκοι τους βρήκαν ήδη εγκατεστημένους, εξισλάμισαν πολλούς από αυτούς και τους χρησιμοποίησαν ως δουλοπαροίκους στα τσιφλίκια τους. Ήταν όμως τόσο ανοργάνωτοι ώστε δεν τους αναγνώρισαν ως έθνος (μιλλιέτ) όπως τους Έλληνες, Εβραίους, Βουλγάρους κλπ, αλλά ως ομάδα (ταϊφά). Οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν στα ορεινά, και το κενό τους στην πεδινή Ηλεία με τα μεγάλα τσιφλίκια αναπλήρωσαν σε μεγάλο ποσοστό αυτοί, μαζί με Τούρκους εποίκους.
«Ο γύφτος ταμπούρι δε βαστάει», λέει ο λαός, και βεβαίως οι Γύφτοι δεν πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση. Μετά την Απελευθέρωση όμως πολλοί Τσιγγάνοι και Τούρκοι βαπτίσθηκαν Χριστιανοί και ακολούθησαν τις τύχες του Ελληνικού κράτους, ζώντας πάντα στο περιθώριο, σε ταπεινά χωριά, κακοχτισμένους μαχαλάδες στα περίχωρα των πόλεων ή ως νομάδες, αντιμετωπίζοντας πάντα τη δυσπιστία και αντιπάθεια του λαού και εξασκώντας επαγγέλματα ταπεινά, χειρωνακτικά, όχι πνευματικά και σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα επαγγέλματα του σιδηρουργού, του παλιατζή, του μουσικού και φυσικά του μάγου-μάντη.
Η Καταστροφή του 1922 ανάγκασε τους Χριστιανούς Τσιγγάνους της Μικράς Ασίας να φύγουν στην Ελλάδα, αποχωριζόμενοι από τους μουσουλμάνους ομοεθνείς τους. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και είναι ιδιαίτερα προοδευμένοι οικονομικά. Νέα δεινά τους περίμεναν από το Χίτλερ, που τους κυνήγησε ανηλεώς, στέλνοντας πολλούς από αυτoύς στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στα κρεματόρια. Αντιθέτως από τους Εβραίους, η έλλειψη δικής τους πολιτικής ισχύος και προβολής έριξε το δράμα τους στην λήθη.
Ο πληθυσμός τους στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 250-300 χιλιάδες, αν και φαίνονται περισσότεροι, επειδή συχνάζουν σε αγορές, πανηγύρια, γενικά σε πολυκοσμία. Προτιμούν τις πεδινές περιοχές, όπου η παρουσία τους έχει αφήσει πολλά τοπωνύμια.
Γλώσσα, θρησκεία και λαογραφία
Γενικά ακολουθούν τη θρησκεία της χώρας όπου είναι εγκατεστημένοι και μιλούν τη γλώσσα της. Διατηρούν όμως υπολείμματα της αρχικής τους θρησκείας, με στοιχεία λατρείας του ηλίου και την άσκηση της μαγείας και της μαντείας. Μεταξύ τους μιλούν διάφορες διαλέκτους με ινδικά στοιχεία, οι Καράβλαχοι των προαστίων της Αθήνας τη «βλάχουρα ρομά» (ρουμανική διάλεκτο) και οι Τουρκόγυφτοι της Θράκης την τουρκική. Σε όλες τις διαλέκτους πάντως υπάρχουν ατόφιες ελληνικές λέξεις, που φανερώνουν τη μακροχρόνια επαφή τους με τον ελληνικό χώρο. Η έμφυτη αγάπη τους προς τη μουσική και το χορό είναι εντυπωσιακή και εκδηλώνεται σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής τους, όπως επίσης η επιδεξιότητά τους στη μεταλλουργία και την ξυλογλυπτική. Ακολουθούν ιδιαίτερο τρόπο ενδύσεως, έχουν τα δικά τους ήθη και εθιμικό δίκαιο, που πολλές φορές αντιβαίνει στους νόμους του κράτους.
Πώς τους βλέπουν οι Έλληνες
Στάζει δηλητήριο το στόμα του ελληνικού λαού όταν αναφέρεται στους γύφτους. Ο άστατος βίος τους, η περιθωριοποίηση, η αμάθεια, η ενασχόληση με τη μαγεία και τη μαντική, η επαιτεία και το μελαψό χρώμα προξένησαν την απέχθεια και το φόβο του λαού, σε αντίθεση με τους Εβραίους που είχαν επιλέξει τον αστικό βίο, παρά το θρησκευτικό μίσος που υπήρχε και προς αυτούς. Η κοινή γνώμη αντανακλάται στις παροιμίες, ιστορίες και γνωμικά που αναφέρονται σε αυτούς:
-Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αγαλλίασε η καρδιά του.
-Βαρυφορτωμένο σπίτι σαν του γύφτου το καλύβι.
-Το γύφτο κάνουν βασιλιά κι αυτός τα ξύλα συντηρά.
-Γύφτος παπάς δε γίνεται, κι αν γίνει, δε βλογάει.
-Με το βαριό με το βαριό ξυπνάει ο γύφτος το χωριό.
-Οι γύφτοι τα τσακώματα τα ‘χουνε πανηγύρια.
-Στο γυφτοχώρι πάσπαλη δε γίνεται.
-Απ’ τη γύφτισσα προζύμι.
-Εκεί που κρεμάγαν οι καπεταναίοι τα σπαθιά τους, κρεμάνε οι γύφτοι τα βιολιά τους.
Στη λαϊκή συνείδηση θεωρούνται ακάθαρτοι, ανεπρόκοποι, τεμπέληδες, φιλάργυροι, τσιγγούνηδες, θορυβώδεις, αγενείς, ανεπίδεκτοι εξευγενισμού, άξιοι περιφρονήσεως. Η φήμη ότι έφτιαξαν με περισσή τέχνη τα καρφιά με τα οποία σταυρώθηκε ο Χριστός, και ότι μάλιστα έφτιαξαν ένα παραπάνω, τους καταδιώκει επί αιώνες. Πολλές γενιές παιδιών μεγάλωσαν με την απειλή των γονέων τους ότι «θα τα δώσουν στο γύφτο» και με την προειδοποίηση να μην πλησιάζουν εκεί όπου «είναι γύφτοι». Οι λέξεις γύφτος, γυφτιά, γυφταριό, τσιγγούνης, δε χρειάζονται ερμηνεία.
Ο Κώστας Χαλιλόπουλος
Ο επίσημος τίτλος του ήταν «Αρχηγός των Ελλήνων Αθιγγάνων και Πρόεδρος Πανελληνίου Συνδέσμου Αθιγγάνων». Όλοι όμως τον ήξεραν ως «Βασιλιά των Τσιγγάνων». Το επώνυμο δείχνει καταγωγή από κάποιο Χαλίλ, άρα πολύ πιθανόν οι πρόγονοί του να ήταν Μωαμεθανοί. Γεννήθηκε πριν από 73 χρόνια στον Πύργο. Τριάντα ετών διαδέχθηκε τον πατέρα του μπάρμπα-Μήτσο (που αναφέρθηκε στην εισαγωγή). Η μητέρα του Πηνελόπη γέννησε δέκα παιδιά, από τα οποία δεν έζησαν όλα. Δεν του πολυάρεσαν τα γράμματα και γρήγορα στράφηκε στη μουσική. Με τη σύζυγό του Γιαννούλα απέκτησε πέντε γιούς, το Δημήτρη, το Γιώργο, τον Πανάγο, το Νίκο και το Μαρίνο.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης αρχηγίας του αξιοποίησε τις πολιτικές του διασυνδέσεις και βοήθησε ώστε για πρώτη φορά να πολιτογραφηθούν και να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία οι Τσιγγάνοι, τους οποίους μέχρι τότε το κράτος αντιμετώπιζε με αδιαφορία, αν όχι με εχθρότητα. Με δική του προτροπή άρχισαν να στρατεύονται, να έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη και στην παιδεία από ευρωπαϊκά προγράμματα, να αποκτούν δική τους στέγη με τη βοήθεια δανείων. Έτσι έπαψαν να είναι ένας λαός ανύπαρκτος στα χαρτιά, τα τσαντήρια δεν είναι πλέον συνήθης εικόνα της ελληνικής επαρχίας, ενώ κάποιοι ήδη έχουν διαβεί την είσοδο των Πανεπιστημίων.
Η προσφορά του στους ομοφύλους του είναι αναμφίβολα τεράστια, αποδεικνύεται δε ευεργετική για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς σταδιακά οι Τσιγγάνοι ενσωματώνονται ουσιαστικά σε αυτήν και δεν αποτελούν πια πρόβλημα. Το οικονομικό και βιοτικό τους επίπεδο συνεχώς βελτιώνεται και πολλοί έχουν ήδη καταξιωθεί κοινωνικά, κυρίως στο χώρο της μουσικής, όπως ο Κώστας Χατζής, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, ο Γιώργος Μάγκας, ο Βασίλης Σαλέας κ.ά.
Ο θάνατός του τη Μεγάλη Παρασκευή 29 Απριλίου 2005 και η πάνδημη κηδεία του την επομένη στον Πύργο παρουσία της πολιτικής ηγεσίας και εκπροσώπων των Τσιγγάνων από όλη την Ελλάδα, κατέδειξε την αξία του, που αναγνωρίσθηκε από όλους. Τη μιζέρια και τη «γυφτιά» τη φέρνει η αγραμματοσύνη και η κοινωνική περιθωριοποίηση και όχι η καταγωγή ή το μελαψό δέρμα.
.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Βυτιναίικα" του Φιλοπροόδου Συλλόγου του χωριού τον Αύγουστο του 2005. Αναδημοσιεύεται σήμερα επ' ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας για τα Δικαιώματα των Ρομά.
.
Τετάρτη 8 Απριλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου