Το Πινιέλ, υπόδειγμα νοικοκυροσύνης και καλαισθησίας. Ακούω ήδη φωνές «άμα δε σ’ αρέσει εδώ, να πας εκεί να μείνεις!»
.Το Πινιέλ (
Pinhel) είναι μία γραφική κωμόπολη στα βορειοανατολικά της Πορτογαλίας, με πληθυσμό 3500 κατοίκων, έδρα του ομωνύμου
Δήμου με συνολικό πληθυσμό 10500 κατοίκων. Η περιοχή είναι γνωστή για τις
προϊστορικές βραχογραφίες, που αποτελούν μνημείο της Ουνέσκο. Κανονικά αυτή η ανάρτηση δεν θα είχε καμμιά θέση στο ιστολόγιο ενός άσημου ελληνικού χωριού όπως τα Βυτιναίικα, εάν η φωτογραφία μίας από τις είκοσι επτά εκκλησίες του Πινιέλ, στην οποία έπεσα τυχαία ψάχνοντας άσχετα πράγματα, δεν μου έδινε αφορμή για θλιβερές συγκρίσεις με την εκκλησία του δικού μας χωριού.
.
Η εκκλησία της πορτογαλικής κωμοπόλεως που στάθηκε αφορμή για τις θλιβερές συγκρίσεις
.
Ίδιου περίπου μεγέθους με τον Άγιο Τρύφωνα, απλή βασιλική μπαρόκ ρυθμού με ένα πυργοειδές καμπαναριό, η εκκλησία του Πινιέλ είναι επιχρισμένη εξωτερικά με απλό, λευκό σοβά, με εμφανή τα αγκωνάρια, τα γείσα και τα πλαίσια των θυρών, των παραθύρων και των φεγγιτών. Ο περιβάλλων χώρος είναι στρωμένος με κυβόλιθους γρανίτη και γύρω του υπάρχει πλούσια βλάστηση από δένδρα και θάμνους. Αντίστοιχης αισθητικής είναι και οι υπόλοιπες εκκλησίες, καθώς και οι οικίες του χωριού.
.
Φωτογραφία της δεκαετίας του ’80, στην οποία φαίνεται η πρόσοψη της εκκλησίας πριν την καταστροφική επέμβαση του 1986.Ο Άγιος Τρύφων, όταν οικοδομήθηκε από τους άξιους πελεκάνους του 19ου αιώνα, είχε τα ίδια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά: προεξέχοντα, καλοδουλεμένα αγκωνάρια στις γωνίες των τοίχων και των καμπαναριών και ανάλογα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι πέτρες του ισογείου των καμπαναριών μέχρι το γείσο ήταν εξάγωνες, και έδιναν στους τοίχους εκατέρωθεν του προνάου την όψη κυψέλης. Τα τόξα του προνάου και των παραθύρων του γυναικωνίτη, που δεν προεξέχουν, ήταν από συμπαγή τούβλα, που δημιουργούσαν μία αρμονική εναλλαγή υλικών και χρωμάτων με την πέτρα των τοίχων και το μάρμαρο των κιόνων. Επιπλέον, τα κομψά κουβούκλια των καμπαναριών και ο σταυρός στην κορυφή του αετώματος ήταν από λευκό μάρμαρο.
Τι απέγιναν όλα αυτά; Ο μαρμάρινος σταυρός πρώτα από όλα αντικαταστάθηκε από ένα σιδερένιο τέρας με λαμπιόνια. Οι πέτρινοι τοίχοι της εκκλησίας αρχικά καλύφθηκαν με ασβεστοκονίαμα, το οποίο όμως λειτουργούσε προστατευτικά. Κατά τις ατυχείς ανακαινίσεις των ετών 1986 και 1988 αποκαλύφθηκαν για τελευταία φορά, κατά τις εργασίες αφαιρέσεως του παλιού κονιάματος, και ακολούθως σκεπάστηκαν βάναυσα με τσιμέντο, το οποίο ισοπέδωσε κάθε πλαστικότητα. Ειδικά τα γείσα της προσόψεως και των πλαϊνών εισόδων της εκκλησίας καλύφθηκαν από κακοχυμένο τσιμεντοκονίαμα, αφού καταστράφηκαν με την αξίνα κάποια αρχιτεκτονικά στοιχεία που δεν βόλευαν τους εργάτες. Η όλη τσιμεντένια χοντροκοπιά καλύφθηκε από «σκαλιστό, βυζαντινό αρτιφισιέλ», το υλικό δηλαδή με το οποίο σοβάτιζαν τις αθηναϊκές πολυκατοικίες του ’50 και του ’60. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου τα αυτάρεσκα λόγια του παμπόνηρου εργολάβου με το γερακίσιο βλέμμα και το χαμόγελο της ικανοποίησης.
Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όλων των αυθαιρεσιών που υπέστη η εκκλησία εκείνα τα δύο καλοκαίρια, οι οποίες είχαν ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, με την καθαίρεση των μαρμάρινων καμπαναριών μετά τους σεισμούς των Ιονίων Νήσων, την αντικατάστασή τους από μπετονένια αντίγραφα και με τη βάναυση αντικατάσταση όλων των ξύλινων νεοκλασσικών στοιχείων του εσωτερικού της εκκλησίας από άλλα, δήθεν νεοβυζαντινά του εμπορίου. Δυστυχώς ήμουν πολύ νέος και δεν μπορούσα να διαμαρτυρηθώ. Δυστυχώς επίσης δεν είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή, οπότε τα κατέγραψα όλα στη μνήμη μου και σε κάποια πρόχειρα σχέδια με στυλό. Αντιθέτως, πριν από λίγα χρόνια, ανάλογης νεοελληνικής αισθητικής επεμβάσεις στην ξύλινη οροφή και το μαρμάρινο δάπεδο της εκκλησίας αποφεύχθηκαν, όταν κατόπιν ενεργειών μου επενέβη η ΣΤ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και η Μητρόπολη και σταμάτησαν την ολοκλήρωση της καταστροφής. Από τότε κάποιοι χωριανοί δεν μου μιλούν, ενώ οι επίτροποι με παρατήρησαν ότι «είμαι πολύ νέος και δεν πρέπει να ασχολούμαι με τέτοια». Καλή τους ώρα. Από το Μητροπολίτη Γερμανό πάντως απέσπασα γραπτούς επαίνους.
Δεν θέλω να προβώ σε χαρακτηρισμούς των ανθρώπων που ενέκριναν τότε αυτές τις άθλιες εργασίες, επειδή κάποιοι από αυτούς δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή και επειδή ως εκεί έφθανε η παιδεία τους. Αλλά και όσοι ακόμη ζουν, θα με στολίσουν με χαρακτηρισμούς που θα εμπεριέχουν μέρη του ανθρωπίνου σώματος και το επίθετο «Αθηναίος». Και για να μην ξεχνιόμαστε, σύμφωνα με το φιρμάνι που έχει εκδοθεί εδώ και καμμιά δεκαετία στο χωριό, αν δεν είσαι «γεννηθείς εν Βυτιναιίκοις» και θαμώνας του καφενείου, δεν έχεις δικαίωμα λόγου και κριτικής. Δυστυχώς στερούμαι και των δύο αυτών προνομίων.
Δεν έχουν άδικο οι επισκέπτες που όταν βλέπουν τι κουμάσια είμαστε εμείς οι Νεοέλληνες, μας ειρωνεύονται και μας κοροϊδεύουν. Έχουν μάτια και βλέπουν. Τους δίνουμε άλλωστε συνεχώς αφορμές. Είμαστε ανεξάντλητοι σε αυτό...
.